Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

προς-απο-στέλλω

  • 1 προς-απο-στέλλω

    προς-απο-στέλλω, noch dazu schicken od. wegschicken; Thuc. 4, 108; D. C. 54, 22.

    Griechisch-deutsches Handwörterbuch > προς-απο-στέλλω

  • 2 προς-εξ-απο-στέλλω

    προς-εξ-απο-στέλλω, dazu, zugleich heraus- od. abschicken, entlassen (?).

    Griechisch-deutsches Handwörterbuch > προς-εξ-απο-στέλλω

  • 3 ἀπο-στέλλω

    ἀπο-στέλλω, wegschicken, ἄτιμον τῆςδε γῆς, verbannen, Soph. El. 71; ἐκ τῆς πόλεως Plat. Rep. X, 607 b; ἔξω χϑονός Eur. Phoen. 488; ein Schiff, verschlagen, Cycl. 111; bes. als Gesandten mit Aufträgen schicken, πρός τινα Her. 5, 32; εἰς τὰς Ἀϑήνας Thuc. 2, 12; Folgde; ἀποστόλους, ϑεωρίας, Dem. 18, 80. 91; τὴν γνώμην 7, 19; entlassen, ἀγγέλους Xen. An. 2, 1, 5; abschicken, bes. ein Schiff, Dem. 47, 50; übh. schicken, Xen. Cyr. 7, 4. 8; λόγον σοι δῶρον Isocr. 1, 2; τινί τι Thuc. 1, 45; τὴν ϑάλασσαν, zurückdrängen, 3, 89, wie ϑοἰμάτιον, aufschürzen, Ar. Lys. 1084. – Pass., weggehen, ἀπεστάλη Soph. O. R. 115; χϑονός Eur. Suppl. 598; bes. zu Schiffe abfahren, ἐκ τῶν ἐμπορίων Dem. 34, 28.

    Griechisch-deutsches Handwörterbuch > ἀπο-στέλλω

  • 4 στέλλω

    στέλλω, Il.4.294, etc.: [tense] fut.
    A

    στελῶ S.Ph. 640

    , [dialect] Ep.

    στελέω Od.2.287

    : [tense] aor.

    ἔστειλα Th.7.20

    , [dialect] Ep.

    στεῖλα Od.14.248

    : [tense] pf.

    ἔσταλκα Arr.An.2.11.9

    , ([etym.] ἀπ-, ἐπ-) Isoc.1.2, E.Ph. 863: [tense] plpf.

    ἐστάλκει Arr.An.3.16.6

    , ([etym.] ἐπ-) Th.5.37:—[voice] Med., Il.23.285, etc.: [tense] fut.

    στελοῦμαι Lyc.604

    : [tense] aor. ἐστειλάμην, [dialect] Ep. στειλ-, Il.1.433, S.OT 434, etc.:—[voice] Pass., [tense] fut. στᾰλήσομαι ([etym.] ἀπο-) Aeschin.3.114 (v.l.), D.24.93; simple

    σταλήσομαι J.AJ2.4.2

    : [tense] aor. ἐστάλθην (in compd. ἀποσταλθέντες) GDI5186.4 ([place name] Crete), cf.Sch. Od.8.21; more freq. ἐστάλην [ᾰ], Pi.O.13.49, Hdt.4.159, ([etym.] ἐπ-) Th.1.91, etc.: [tense] pf.

    ἔσταλμαι Hdt.7.62

    , Pl.Lg. 833d, etc.: [tense] plpf.

    ἐστάλμην Philostr. VA3.25

    , [ per.] 3pl.

    ἐστάλατο Hes.Sc. 288

    ; ἐσταλάδατο and ἐστελάδατο dub.ll.in Hdt.7.89 (leg. ἐστάλατο):— make ready,

    οὓς ἑτάρους στέλλοντα καὶ ὀτρύνοντα μάχεσθαι Il.4.294

    ;

    οὔτε κέ σε στέλλοιμι μάχην ἐς κυδιάνειραν 12.325

    ; νῆα ς. rig or fit her out, Od.2.287, cf. 14.247;

    πλοῖον Hdt.3.52

    ;

    ναῦς τριάκοντα Th.7.20

    ;

    τὰ ἐκ νεώς S.Ph. 1077

    : also στρατιήν, στόλον, στρατόν, fit out an armament, get it ready, Hdt.3.141, 5.64, A.Pers. 177, etc.;

    ᾧ δὴ τόνδε πλοῦν ἐστείλαμεν S.Aj. 1045

    : also στέλλειν τινὰ ἐσθῆτι furnish with, array in, a garment, Hdt.3.14;

    χιτῶνι S.Tr. 612

    : c. dupl. acc.,

    στολὴν σ. τινά E.Ba. 827

    sq.;

    σ. τινὰς ὡς δεσποίνας X.HG5.4.5

    ; σ. ἕλκος dress it, Hp.VC14; bury, ἐνὶ γαίῃ ς. A.R.3.205:—[voice] Med., στεῖλαί νυν ἀμφὶ χρωτὶ.. πέπλους put on robes, E.Ba. 821: c. dat., ἐσθῆτι στειλάμενοι having dressed themselves in.., Luc.Philops.32: metaph.,

    σ. κιθάρην Hermesian.7.2

    :—[voice] Pass., fit oneself out, get ready, ἄλλοι δὲ στέλλεσθε do you others prepare (to compete in the games), Il.23.285;

    στρατὸν κάλλιστα ἐσταλμένον Hdt.7.26

    , cf. 3.14, 7.93: c. acc. cogn., τὴν αὐτὴν ταύτην ἐστ. ib.62: c. dat., πρεπούσῃ στολῇ ἐστ. Pl.Lg. 833d: folld. by a Prep.,

    ἐσταλμένος ἐπὶ πόλεμον X.An.3.2.7

    ; ἐς ἄγραν, ἐπ' ἄγρην, Lyc.604, AP 7.535 (Mel.);

    περὶ ὄργια E.Ba. 1000

    (lyr.): c. inf., ἐστέλλετο ἀπιέναι he prepared to go, Hdt.3.124;

    κινεῖν κώπας E.Tr. 181

    (lyr.).
    II dispatch, send,

    ἐς οἶκον πάλιν A.Pr. 389

    , cf. E.IA 119 (lyr.), etc.;

    ἐξ ἑνὸς στείλαντος S.OC 737

    :—[voice] Med. and [voice] Pass., set out, or (esp. in [tense] aor. 2 [voice] Pass.) journey, Hdt.1.165, 3.53, 4.159, 5.92.β: c. acc. cogn.,

    ὁδὸν στέλλεσθαι S.Ph. 1416

    (anap.), cf. A.R.4.296;

    πρὸς θάλασσαν E.Hel. 1527

    ;

    ἐπὶ τὸν χρυσόν Hdt.3.102

    ;

    ἐπὶ πλοῖα X.An.5.1.5

    ;

    τούτων γὰρ οὕνεκ' ἐστάλην S.Aj. 328

    ;

    ἴδιος ἐν κοινῷ σταλείς Pi.O.13.49

    ;

    οἷπερ ἐστάλην ὁδοῦ S.El. 404

    ;

    οἴκαδε Τροίας ἄπο E.Tr. 1264

    ; κατὰ γῆν (v.l. γῆς) X.An.5.6.5: abs.,

    στέλλου, κομίζου

    begone!

    A.Pr. 394

    : c. acc. loci, ὀμφαλὸν γῆς ς. E.Med. 668;

    μέλαθρα Id.HF 109

    (lyr.); of things, to be sent, S.Tr. 776: metaph. of speech,

    ἀέρα ἐκπέμπειν στελλόμενον ὑφ' ἑκάστων τῶν παθῶν Epicur.Ep.1p.27U.

    2 [voice] Act. intr. in sense of the [voice] Pass. (in Hdt. and Trag.), prepare to go, start, set forth,

    ἔστελλε ἐς ἀποικίην Hdt.4.147

    , cf. 148, 5.125, S.Ph. 571, 640: c. acc. cogn.,

    κέλευθον τήνδε.. ἔστειλα A.Pers. 609

    .
    III summon, fetch, bring a person to a place, S.OT 860, cf. OC 298, Ph. 623, 983;

    ὑμᾶς ἔστειλ' ἱκέσθαι Id.Ant. 165

    , cf. Ph.60, 495; [ ἐμπορίαν] Pl.Ep. 313e:—[voice] Med., σ' ἂν οἴκους τοὺς ἐμοὺς ἐστειλάμην I would have sent for thee.., S.OT 434:—[voice] Pass., Id.OC 550 (cj.).
    IV gather up, make compact, esp. as a nautical term, furl, take in,

    ἱστία.. στεῖλαν Od.3.11

    , 16.353;

    στείλασα λαῖφος A.Supp. 723

    :—[voice] Med.,

    ἱστία μὲν στείλαντο Il.1.433

    , cf. Call.Del. 320, Arist.Mech. 851b8: abs., στέλλεσθαι (sc. ἱστία) Teles p.10 H., Plb.6.44.6; so ἐπιστολάδην δὲ χιτῶνας ἐστάλατο they girded up, tucked up their clothes to work, Hes.Sc. 288, cf. A.R.4.45: abs.,

    στειλάμενος σιγᾷς AP11.149

    .
    2 check, Epicur.Ep.1p.7U.; repress, Ph.2.274, etc.:—[voice] Med., Plb.8.20.4; λόγον στειλώμεθα draw in, shorten our words, i.e. not speak out the whole truth, E.Ba. 669; σ. τὸ συμβεβηκός hush it up, Plb.3.85.7; πρόσωπον στέλλεσθαι draw up one's face, look rueful, Phryn.PS p.107 B.
    3 Medic., bind, make costive, τὰ στέλλοντα astringents, opp. τὰ καθαίροντα, Gal.1.221, cf. Alex.Aphr.Pr.Praef.:—[voice] Pass., φλέβες στέλλονται shrink up, Nic.Al. 193.
    4 [voice] Med., restrict one's diet, οὔτ' ἂν ἀπόσχοιντο ὧν ἐπιθυμέουσιν, οὔτε στείλαιντο (v.l. ὑποστ-) Hp.VM5; στελλόμενοι τοῦτο avoiding this, 2 Ep.Cor.8.20;

    στέλλεο Περσεφόνας ζᾶλον Supp.Epigr.2.615

    ([place name] Teos). (Cf. εὔσπολον, κασπολέω, σπολάς, σπόλος, σπελλάμεναι; prob. I.-E. sq[uglide]el-. but not found in cogn. languages; I.-E. st(h)el- is prob. found in OSlav. st[icaron]lati 'spread out', Lat. lātus (fr. *stlātus) 'broad', with which στέλλω may be cogn.)

    Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > στέλλω

  • 5 στέλλω

    στέλλω, fut. στελῶ, ep. στελέω, aor. ἔστειλα, perf. ἔσταλκα u. ἔσταλμαι; davon plusqpf. ἐσταλάδατο, Her. 7, 89, was Buttmann für einen alten Fehler statt ἐστάλατο hält, wie Hes. Sc. 288 steht; aor. pass. ἐστάλην, poet. auch ἐστάλϑην; – 1) eigtl. stellen, zum Stehen bringen; ἑτάρους στέλλων, die Gefährten (in Reih und Glied, in Schlachtordnung) stellend, Il. 4, 294; bes. in Standsetzen. fertig machen, ausrüsten, τινὰ ἐς μάχην, 12, 325, Einen in die Schlacht stellen, d. i. in die Schlacht schicken; νῆα, ein Schiff stellen, es vollkommen ausrüsten, segelfertig machen, Od. 2, 287. 14, 248; στείλας στρατόν, στρατιάν, Aesch. Pers. 173 Ag. 773; πλοῠν ἐστείλαμεν, Soph. Ai. 1024 Phil. 1099; στρατόν, Eur. I. A. 661; ναῠν, I. T. 70, vgl. Hel. 146. So Her. πλοῖον στέλλειν 3, 52, στρατόν 3, 141; auch στόλον στεῖλαι, eine Rüstung ausrüsten, ins Werk setzen, 4, 64; πόλεμον, Dion. Hal. 8, 51; – στέλλειν τινὰ ἐσϑῆτι, Einen mit einem Kleide versehen, Her. 3, 14; εὔγμην πανδίκως στελεῖν χιτῶνι τῷδε, Soph. Tr. 609; u. pass., ἐσταλμένος σκευήν, Her. 7, 62. 93; ἐπὶ πόλεμον, Xen. An. 3, 2, 7; πρεπούσῃ στολῇ ἐσταλμέναι, Plat. Legg. VIII, 833 d; Sp., wie Luc. u. Plut. – Med. sich stellen, sich anschicken, rüsten, fertig machen, ἄλλοι δὲ στέλλεσϑε κατὰ στρατόν, Il. 23, 285; ναῠται στέλλονται κινεῖν κώπας, Eur. Troad. 181; τὴν πορείαν, Pol. 9, 24, 4; πρὸς ἀποδημίαν, Plut. Timol. 8; auch sich ankleiden, anziehen, στεῖλαί νυν ἀμφὶ χρωτὶ βυσσίνους πέπλους Eur. Bacch. 819, u. Folgde; μελαίνῃ ὲσϑῆτι στειλάμενοι νεκρικῶς, Luc. Philops. 32. – 2) nach einem Orte hinstellen, senden, schicken; σαφῶς μ' εἰς οἶκον σὸς λόγος στέλλει πάλιν, Aesch. Prom. 387; ἔμ' εἰς Ἀχαιοὺς ὤμοσεν πείσας στελεῖν, Soph. Phil. 619; ὑμᾶς δ' ἐγὼ ἔστειλ' ἱκέσϑαι, Ant. 165, ich ließ euch holen, befahl euch zu kommen, wie unser »beschicken«; so auch Phil. 493; med. zu sich kommen lassen, Soph. O. R. 434, wie μεταπέμπομαι; bes. pass., ἴδιος ἐν κοινῷ σταλείς, Pind. Ol. 13, 49; kommen, wenn nach Einem geschickt worden, Θησεὺς κατ' ὀμφὴν σὴν ὃς ἐστάλη, πάρα, Soph. O. C. 556; Ai. 321; u. gradezu = gehen, kommen, reisen, von Land- u. Seereisen, ἐς Κύρνον, ἐς Κέρκυραν, Her. 1, 165, ἐκ Λακεδαίμονος, 4, 147; ἤδη στέλλεσϑε, Soph. Phil. 1402; ἀπὸ δὲ ϑεςφάτων τίς ἀγαϑὰ φάτις βροτοῖς στέλλεται; Aesch. Ag. 1104; ὡς στελλώμεϑ' οἴκαδ' ἄσμενοι, Eur. Troad. 1264; ἐπὶ ϑήρας πόϑον ἐστέλλου, Hipp. 234; τὰ νῠν δὴ βούλομαι στέλλεσϑαι πρὸς τὴν κρίσιν, ich will mich auschicken dazu, Plat. Phil. 50 e; von der Seefahrt, Xen. Mem. 4, 3, 8 u. 8 Sp. – Auch im act. intr., gehen, κέλευϑον τήνδε ἐκ δόμων πάλιν ἔστειλα, Aesch. Pers. 601; bes. zu Schiffe fahren, Θήρας ἔστελλε ἐς ἀποικίην ἐκ Λακεδαίμονος, Her. 4, 147; einzeln bei Sp. – 3) in der Schiffersprache ἱστία στέλλειν, die Segel einstellen, einziehen, Od. 3, 11. 16, 353; auch im med.,., ἱστία στέλλεσϑαι, Il. 1, 433; ähnlich χιτῶνας ἐστάλατο, sie hatte die Röcke zur Arbeit aufgeschürzt, Hes. Sc. 288; στείλασα λαῖφος παγκρότως ἐρέσσεται, Aesch. Suppl. 704; auch λόγον, Eur. Bacch. 658; ohne ἱστία, Pol. 6, 44, 6; übertr., verbergen, verheimlichen, τὸ συμβεβηκός, 3, 85, 7. – Nach Phryn. bei B. A. 62 στείλασϑαι τὸ πρόςωπον συστρέψαι καὶ σκϑρωπάσαι; φλέβες στέλλονται, sie ziehen sich zusammen, = σφύζουσι, Nic. Al. 193. Auch = sich zurückziehen, meiden, οὔτ' ἂν ἀπόσχοιντο οὐδενὸς οὔτε στείλαιντο, Hippocr.; vom Redner, die Segel einziehen, bescheiden reden, Ep. ad. 105 (IX, 149). – Bei den Medic. = adstringiren, Verstopfung bewirken, u. pass. sich krampfhaft zusammenziehen, zucken.

    Griechisch-deutsches Handwörterbuch > στέλλω

  • 6 στελλω

         στέλλω
        (fut. στελῶ - эп. στελέω, aor. ἔστειλα - эп. στεῖλα; pass., aor. ἐστάλην с ᾰ, pf. ἔσταλμαι, ppf. ἐστάλμην)
        1) строить (к бою), выстраивать
        

    (ἑτάρους Hom.)

        2) снаряжать, готовить, приготовлять
        

    (ναῦς Thuc.; στρατιήν Her.; στέλλεσθαι πρός τι Plat.)

        ἐπὴ θήρας πόθον στείλασθαι Eur.иметь желание поохотиться

        3) одевать, наряжать
        

    (τινὰ ἐσθῆτι Her.; τινὰς ὡς θεραπαίνας Xen.)

        στολέν θῆλύν τινα σ. Eur.одевать кого-л. в женскую одежду;
        στείλασθαι βυσσίνους πέπλους Eur. — надеть на себя полотняные одежды;
        κατά περ Ἕλληνες ἐσταλμένοι Her. — вооруженные по-эллински;
        ἐσταλμένος ἐπὴ πόλεμον Xen.одетый по-военному

        4) отправлять, посылать
        

    (τινὰ ἐς μάχην Hom.; τούτων γὰρ εἵνεκ΄ ἐστάλην Soph.)

        ἐπί τι στέλλεσθαι Her.отправляться за чем-л.;
        κατὰ γῆν στέλλεσθαι Xen. — следовать сухим путем;
        μ΄ ἐς οἷκον σὸς λόγος στέλλει πάλιν Aesch. — твоя речь отсылает меня обратно домой, т.е. ты хочешь, чтобы я ушел;
        στέλλου! Aesch. — уходи!;
        ὀμφαλὸν γῆς στέλλεσθαι Eur. — отправиться в центр земли, т.е. в Дельфы

        5) отправляться, идти
        τέν κέλευθον στεῖλαι Aesch. — совершить путь;
        ἥ ὁδὸς εἰς Ἰνδοὺς ἄγουσα εἰς Κόρινθον στέλλει Luc. — дорога, ведущая в Индию, лежит через Коринф

        6) преимущ. med. предпринимать, приступать
        

    (πρός и ἐπί τι Plat.)

        7) тж. med. призывать, приглашать
        

    τοὺς οἴκους στείλασθαί (sc. τινα) Soph.пригласить кого-л. к себе домой;

        τὸν ἐργάτην πέμφον τινὰ στελοῦντα Soph.пошли кого-л. позвать работника

        8) приводить
        

    (τινὰ βίᾳ Soph.)

        9) уводить, увозить
        10) тж. med. мор. стягивать, убирать
        

    (ἱστία Hom.; λαῖφος Aesch.)

        στέλλεσθαι παρακελευόμενος (sc. ἱστία) Polyb.приказывающий убирать паруса

        11) med. сдерживать(ся), подавлять (в себе)
        

    σ. τι Polyb.удерживаться от чего-л.;

        λόγον στείλασθαι Eur. — сократить свою речь;
        σ. τὸ συμβεβηκός Polyb. — замалчивать случившееся;
        σ. ἀπό τινος NT.воздерживаться от общения с кем-л.

    Древнегреческо-русский словарь > στελλω

  • 7 προςαποστέλλω

    προς-απο-στέλλω, noch dazu schicken od. wegschicken

    Wörterbuch altgriechisch-deutsch > προςαποστέλλω

  • 8 προςεξαποστέλλω

    προς-εξ-απο-στέλλω, dazu, zugleich heraus- od. abschicken, entlassen

    Wörterbuch altgriechisch-deutsch > προςεξαποστέλλω

  • 9 αποστελλω

        1) отправлять, посылать
        

    (πρός τινα Her.; πρεσβείαν Thuc.; ἀποστόλους Dem.)

        οἱ ἀποσταλέντες στρατεύεσθαι Her.посланные сражаться

        2) отсылать (обратно), отпускать
        

    (τινὰ πρὸς ναῦν πάλιν Soph.; ἀγγέλους Xen.)

        3) отправлять в изгнание, изгонять

    (τινὰ γῆς Soph.; ἔξω χθονός Eur.; ἐκ τῆς πόλεως Plat.)

    ; pass. быть изгоняемым Eur. и удаляться, уходить
        ὡς ἀπεστάλη Soph. — с тех пор, как он уехал

        4) отбрасывать, подбирать
        5) гнать назад, отгонять
        

    (ὅ σεισμὸς ἀποστέλλει τέν θάλατταν Thuc.)

    Древнегреческо-русский словарь > αποστελλω

  • 10 по

    πρόθ.
    I.
    με δοτ., αιτ. κ. προθτ. πτώση είναι άτονη με εξαίρεση μόνο όταν ο τόνος ανεβαίνει από το ουσιαστικό στην πρόθεση π.χ. по лесу, по носу, по полю, по уши.
    1. (με δοτ.)• σημαίνει κίνηση στην επιφάνεια ή κατά μήκος του αντικειμένου, έκτασης, θέσης• επί, πάνω, στον, στη, στο κ.τ.τ.• гладить по голове χαϊδεύω στο κεφάλι•

    гулять по улицам κάνω περίπατο στους δρόμους•

    ударить по столу кулаком χτυπώ τη γροθιά στο τραπέζι•

    по краям дороги στις άκρες του δρόμου.

    || εναντίον, κατά•

    стрельба гитлеровцев по безоружным людям πυροβολισμοί των χιτλερικών κατά των άοπλων ανθρώπων.

    || μέσα, εντός, στο, στον, στην κ.τ.τ.• ходить по комнате κάνω βόλτες στο δωμάτιο•

    гулять по саду κάνω περίπατο στον κήπο.

    || (επανάλειψη ενέργειας)• στον, στην κ.τ.τ.• бегать по знакомым γυρίζω (συχνάζω) στους γνωστούς•

    ходить по театрам συχνάζω στα θέατρα.

    2. (για διεύθυνση)• κατά•

    идти по ветру πηγαίνω κατά τη φορά του ανέμου (όπως φυσά ο άνεμος)•

    идти по течению πηγαίνω κατά τον ρουν, όπως πάει το ρεύμα.

    || επί, σύμφωνα• με•

    идти по следам зверя πηγαίνω στα ίχνη του άγριου ζώου ή με τον τορό αυτού.

    3. κατά, σύμφωνα με•

    уехать по совету врача φεύγω κατά τη συμβουλή του γιατρού•

    по образцу κατά το παράδειγμα•

    по силам κατά τις δυνάμεις•

    уволиться по собственному желанию απολύομαι κατά θέληση μου ή με αίτηση μου•

    разложить по сортам ταξινομώ κατά είδη•

    по моде κατά τη μόδα•

    по правилу σύμφωνα με τον κανόνα.

    || με, απο, εκ, εξ•

    он женился по любви αυτός παντρεύτηκε με αγάπη.

    || απο, εκ•

    судить по внешности κρίνω από την εξωτερική εμφάνιση•

    знаю по книгам, по газетам γνωρίζω από τα βιβλία, τις εφημερίδες.

    || κατά, ως προς•

    добрый по характеру καλός κατά τον χαρακτήρα•

    учитель по профессию δάσκαλος (κατά) το επάγγελμα.

    || (για σχέσεις) κατά, απο, εκ•

    брат по матери ομομήτριος αδερφός•

    брат по отцу ομοπάτριος αδερφός•

    родственники по матери συγγενείς από τη μητέρα.

    4. με, απο, διά•

    отправить по почте στέλλω με το ταχυδρομείο (ταχυδρομικώς)•

    говорить по телефону μιλώ από το τηλέφωνο•

    передать по радио μεταδίνω από το ράδιο•

    ориентироваться по компасу προσανατολίχομαι με την πυξίδα.

    5. ένεκα, λόγω, εξ αιτίας, απο•

    по недосмотру από απροσεξία•

    отсуствовать по болезни απουσιάζω λόγω ασθένειας•

    ошибаться по рассеянности κάνω λάθος από αφηρεμάδα•

    по привычке από συνήθεια.

    6. για, δια, προς, με σκοπό•

    отряд по борьбе с бандитами απόσπασμα για τον αγώνα κατά των ληστών.

    || επί, στον, στην κ.τ.τ.• чемпион по классической борьбе πρωταθλητής της ελεύθερης (ελληνορωμαϊκής) πάλης. || (για τομέα σφαίρα έκτασης)• στον, στην κλπ., του, της κλπ.• приказ по полку διαταγή του συντάγματος•

    по фабрикам и заводам στις φάμπρικες και στα εργοστάσια.

    7. (με ουσ. στον πλθ.)• κατά• κάθε•

    гулять по утрам κάνω περίπατο κάθε πρωί ή το πρωί•

    по праздникам (κατά) τις γιορτές•

    заниматься по ночам ασχολούμαι τα βράδυα•

    цыплят по осени считают παρμ. τα πουλάκια το Φθινόπωρο τα μετράνε (στο τέλος ξυρίζουν το γαμπρό)•

    приеду по весне θα έρθω κατά την Άνοιξη•

    по десятому году στο δέκατο χρόνο.

    8. από•

    по стаканчику από ένα ποτηράκι•

    по рублю за штуку από ένα ρούβλι το κομμάτι•

    по одному από ένα (στον καθένα)•

    по разу από μια φορά (ο καθένας).

    || για•

    тоска по Родине νοσταλγία για την πατρίδα•

    тосковать по детям νοσταλγώ τα παιδιά.

    II.
    με αιτ.
    1. ως, έως, μέχρι•

    по колено ως το γόνα•

    войти в воду по пояс μπαίνω στο νερό μέχρι τη μέση•

    сыт по горло χορτάτος ως το λαιμό.

    || ως και, μέχρι και•

    прочитать с первой по четвртую главу διαβάζω από το πρώτο μέχρι το πέμπτο κεφάλαιο•

    с детских лет по день его смерти από τα παιδικά χρόνια ως τη μέρα του θανάτου του•

    по сей день μέχρι αυτή τη μέρα•

    по сегодня ως τα σήμερα.

    2. (για τόπο, χώρο, θέση κ.τ.τ.)• απο, στον, στην κ.τ.τ. сидеть по другую сторону стола κάθομαι από το άλλο μέρος του τραπεζιού•

    по левую руку από το αριστερό χέρι.

    3. για•

    ходить по грибы πηγαίνω για μανιτάρια•

    сходить по воду πηγαίνω για νερό.

    III.
    με προθετική•
    1. μετά, ύστερα, έπειτα από•

    с полгода по смерти отца μισό χρόνο μετά το θάνατο του πατέρα.

    2. για•

    скучать по отце νοσταλγώ τον πατέρα.

    3. κατά, σύμφωνα προς• (για επιθυμία, συνήθεια κ.τ.τ.)• по них κατ αυτούς.
    εκφρ.
    по мне – κατ εμένα (κατά τη γνώμη μου, κατά την άποψή μου)•
    по дороге – στο δρόμο, καθ' οδόν.

    Большой русско-греческий словарь > по

  • 11 ἀποστέλλω

    ἀποστέλλω fut. ἀποστελῶ; 1 aor. ἀπέστειλα; ἀποστείλω Ac 7:34 (Ex 3:10) is perh. not hortat. subj. but pres. ind. as in the Pontic dial. (Thumb 18; s. M-M s.v.) or fut. (see v.l.); pf. ἀπέσταλκα, pass. ἀπέσταλμαι; 2 aor. pass. ἀπεστάλην (Soph., Hdt.+).
    to dispatch someone for the achievement of some objective, send away/out (Diod S 34 + 35, 14)
    w. only the obj. given Mt 13:41; Mk 11:1; 12:5 al.
    more exactly defined
    α. w. indication of the pers. to whom someone is sent: by the dat. (UPZ 61, 20) Mt 22:16; εἴς τινα Mt 15:24; Lk 11:49; Ac 26:17. πρός τινα (Epict. 3, 22, 74; Jos., Ant. 7, 334) Mt 21:34, 37; 23:34, 37; 27:19; Mk 3:31; 12:4, 6; J 1:19 al.
    β. w. indication of the place to which someone is sent, w. εἰς (PCairZen 578, 3): Mt 14:35; 20:2; Mk 8:26; Lk 1:26; 10:1; J 3:17 al. W. ἐν (4 Km 17:25; 2 Ch 7:13) ἐν μέσω λύκων Mt 10:16; Lk 10:3 (cp. Jer 32:27). ἔξω τ. χώρας outside the country Mk 5:10. W. ὧδε here Mk 11:3. ἀ. πρεσβείαν ὀπίσω τινός send an embassy after someone Lk 19:14 (cp. 4 Km 14:19). ἀ. ἔμπροσθέν τινος (cp. Gen 45:5, 7; 46:28) send before someone J 3:28; cp. ἀ. ἄγγελον πρὸ προσώπου σου Mt 11:10; Mk 1:2 (Ex 23:20; cp. Mal 3:1); cp. Lk 9:52; 10:1.
    γ. w. the purpose of the sending indicated by ἵνα (Gen 30:25) Mk 12:2, 13; Lk 20:10; J 1:19; 3:17; 7:32; Hv 5:2 al. By ὅπως (1 Macc 16:18) Ac 9:17. By the inf. (Num 16:12; 31:4) Mt 22:3; Mk 3:14; Lk 1:19; 4:18a (Is 61:1); 9:2; 14:17; J 4:38; Ac 5:21; 1 Cor 1:17; Rv 22:6; B 14:9 (Is 61:1); Hm 12, 6, 1; cp. AcPlCor 2:9 in c below. By ἐπί (or εἰς) w. acc. (Apollon. Paradox. 1; PFlor 126, 8; Sb 174, 5f [III B.C.] ἀ. ἐπὶ τ. θήραν τ. ἐλεφάντων; UPZ 15, 24) ἐπὶ τοῦτο for this purpose Lk 4:43. εἰς διακονίαν to render service Hb 1:14 (cp. Jdth 11:7; Gen 45:5). By the simple acc. τοῦτον ἄρχοντα καὶ λυτρωτὴν ἀπέσταλκεν this man he sent as leader and deliverer Ac 7:35. ἀ. τὸν υἱὸν αὐτοῦ ἱλασμόν 1J 4:10. ἀ. τ. υἱόν σωτῆρα vs. 14 (cp. ἐκεῖνον … κατάσκοπον … ἀποσταλέντα Just., D. 113, 1).
    δ. in pass. ἀποστέλλεσθαι παρὰ θεοῦ (Vi. Aesopi I c. 31 p. 295, 1 ed. Eberh. ἀπεστάλην παρὰ τ. θεοῦ μου; cp. Sir 15:9; 34:6) J 1:6. πνεύματος ἁγίου ἀπὸ οὐρανοῦ παρὰ τοῦ πατρὸς ἀποσταλέντος εἰς αὐτὴν (Μαρίαν) AcPlCor 2:5; ἀπὸ τ. θεοῦ (Epict. 3, 22, 23 ἀπὸ τοῦ Διός; Vi. Aesopi G 119 P.: the prophets of Heliopolis say ἡμεῖς ἀπεστάλημεν ἀπὸ τοῦ θεοῦ) Lk 1:26 (v.l. ὑπό); cp. 1 Cl 65:1. ἀπὸ Κορνηλίου πρὸς αὐτόν Ac 10:21 v.l. ἀπὸ Καισαρείας 11:11 (cp. 1 Macc 15:1). ἀπʼ οὐρανοῦ 1 Pt 1:12; ἀπὸ τοῦ ἀγγέλου Hv 5:2.
    esp. of the sending out of the disciples by Jesus Mt 10:5; Mk 3:14; 6:7; Lk 9:2; J 4:38; 17:18, as well as God’s sending forth of Jesus (of the divine mission, esp. of prophets, very oft. in LXX; on the Heb. שָׁלִיחַ see LKopf, VetusT 7, ’58, 207–9 and ἀπόστολος 2c.—Philo, Migr. Abr. 22; Just., A I, 63, 5; D. 75, 3. The Cynic ἀπὸ τ. Διὸς ἀπέσταλται Epict. 3, 22, 23; cp. 46.—Cornutus 16 p. 30, 19 ὁ Ἑρμῆς ὁ λόγος ὤν, ὸ̔ν ἀπέστειλαν πρὸς ἡμᾶς ἐξ οὐρανοῦ οἱ θεοί) Mt 15:24; Mk 9:37; Lk 9:48; J 3:17, 34; 5:36, 38; 6:29, 57; 7:29; 8:42; 11:42; 17:3 (ἀποπέμπω v.l.), 8, 21, 23, 25; 20:21; Ac 3:20. Σιλωάμ tr. ἀπεσταλμένος J 9:7 (for a prob. mystic sense cp. Philo, Poster. Cai. 73; difft. ViIs 2 [p. 69, 5 Sch.].—The abs. ὀ ἀπεσταλμένος [Diod S 16, 50, 2]=the emissary). John the Baptist ἀπεσταλμένος παρὰ θεοῦ 1:6.—ἀπέστειλε πρώτοις Ἰουδαίοις προφήτας εἰς τὸ ἀπὸ τῶν ἁμαρτιῶν ἀποσπασθῆναι sent prophets first to Judaeans so that they might be rescued from their sins AcPlCor 2:9.—Also of the Holy Spirit 1 Pt 1:12 (cp. w. ref. to the breath or wind of God, Jdth 16:14; Ex 15:10).—Of angels Hv 4, 2, 4 (cp. Da 4:13, 23; 2 Macc 11:6; 15:22f; Tob 3:17).
    to dispatch a message, send, have someth. done
    w. ref. to content of the message τοῖς ἔθνεσιν ἀπεστάλη τοῦτο τὸ σωτήριον this salvation has been dispatched to the gentiles Ac 28:28 (cp. the passages fr. Lk and Ac in c end).
    When used w. other verbs, ἀ. often functions like our verbal auxiliary ‘have’ and means simply that the action in question has been performed by someone else (Gen 31:4; 41:8, 14; Ex 9:27; 2 Km 11:5 al.; X., Cyr. 3, 1, 6; Plut., Mor. 11c μεταπέμψας ἀνεῖλε τ. Θεόκριτον) ἀποστείλας ἀνεῖλεν he had (them) killed Mt 2:16. ἀ. ἐκράτησεν τ. Ἰωάννην he had John arrested Mk 6:17. ἀ. μετεκαλέσατο he had (him) summoned Ac 7:14. ἐσήμανεν ἀ. διὰ τ. ἀγγέλου αὐτοῦ he had it made known by his angel Rv 1:1. Sim. ἀπέστειλαν αἱ ἀδελφαὶ πρὸς αὐτὸν λέγουσαι the sisters had word brought to him J 11:3. ἀ. ἐν ἀφέσει set free Lk 4:18b (Is 58:6).
    in related vein w. impers. obj. (Demetr.: 722 Fgm. 1, 15 Jac.; cp. En 101:3; PsSol 7:4): ἀ. τὸ δρέπανον (one) sends for the sickle=‘sends for the reapers’; a species of synecdoche Mk 4:29 (Field, Notes 26, argues for ‘put forth’=‘put in’ on the basis principally of Jo 3:13, ἐξαποστείλατε δρέπανα, ὅτι παρέστηκεν τρύγητος, a clause formally sim. to the phrase in Mk. The sense linguistically remains the same: reapers must perform the task with a sickle. In the impv. construction of Jo the subject is specified and the action defined as a directive; in Mk the subj. is to be inferred and the directive implied). ἀ. αὐτούς, the owner arranges for dispatch of donkeys Mt 21:3. ἀ. τὸν λόγον send out a message (Ps 106:20; 147:7; cp. PLips 64, 42 τὸ περὶ τούτου ἀποσταλὲν πρόσταγμα) Ac 10:36; 13:26 v.l.; cp. Lk 24:49. Pass. Ac 28:28 (s. a above).
    abs. μήπως ἀποστείλῃ ὁ δεσπότης ἐφʼ ἡμᾶς lest the Lord dispatch (his wrath) upon us GJs 7:1 (Ezk 7:7).—See lit. s.v. ἀπόστολος.—B. 710. DELG s.v. στέλλω A. M-M. TW.

    Ελληνικά-Αγγλικά παλαιοχριστιανική Λογοτεχνία > ἀποστέλλω

  • 12 за

    πρόθεση με αιτ. ή οργανική.
    1. πέρα(ν), έξω•

    жить за городом ζω έξω από την πόλη•

    пределами πέραν των ορίων, έξω από τα όρια•

    выйти за дверь βγαίνω έξω από την πόρτα•

    уехать за границу φεύγω για το εξωτερικό•

    за морем, за морями πέραν των θαλασσών.

    2. πίσω, όπισθεν, κοντά•

    запереть дверь за собой κλείνω πίσω μου την πόρτα•

    идите за мною ελάτε κοντά μου (ακολουθείστε)•

    он уехал вскорь -ним αυτός έφυγε αμέσως κοντά από ‘κείνον•

    -садом πίσω από τον κήπο•

    заложить руки за спинку βάζω τα χέρια πίσω•

    гоняться за почестями επιδιώκω τιμές•

    он пишет мне письмо за писмом μου γράφει γράμματα το ένα κοντά τ’ άλλο•

    спрятаться за ширмы κρύβομαι πίσω από το παραβάνι•

    он оставил его далеко за собой τον άφησε μακριά πίσω του•

    у него ни собой ни за женой δεν έχει τίποτε ούτε αυτός ούτε η γυναίκα του.

    3. για, διά•

    он наказан за свою вину αυτός τιμωρήθηκε για το σφάλμα του•

    вступиться за кого παίρνω το μέρος κάποιου•

    просить за кого παρακαλώ για κάποιον•

    работать за двоих δουλεύω για δυό•

    за кого вы меня принимаете για ποιόν με περνάτε•

    ручаться за кого εγγυώμαι για κάποιον•

    я купил это за десять рублей το αγόρασα για δέκα ρούβλια•

    благодарить -... ευχαριστώ για...• все за одного, один за всех όλοι για τον ένα, ο ένας για όλους" за наличные деньги σε μετρητά (τοις μετρητοίς)•

    платье это прелестно за то же оно и дорого το φόρεμα αυτό είναι θαυμάσιο, γι’ αυτό είναι και ακριβό•

    выдаёт за достоверное το παρουσιάζουν για έγκυρο•

    я бранил его за леность τον μάλωνα για την τεμπελιά του•

    за раз, за один раз για μια φορά•

    я зайду за вами в два часа θα σας επισκεφτώ στίς δυο η ώρα•

    послать за лекарством στέλλω για φάρμακο•

    ходить за детьми πηγαίνω για τα παιδιά•

    он смотрит за моим домом αυτός επιβλέπει το σπίτι μου.

    || (σημαίνει σκοπό)•

    за великое дело για μεγάλο έργο•

    бороться за первенство αγωνίζομαι για το πρωτάθλημα.

    4. αντί, για•

    око за όκο οφθαλμόν αντί οφθαλμού•

    зуб за зуб οδόντα αντί οδόντος.

    5. υπέρ•

    говорить за и против μιλώ υπέρ και κατά• (στην ψηφοφορία)•

    кто за? ποιος είναι υπέρ;•

    стоять за правду υπερασπίζω την αλήθεια (το δίκαιο)•

    за кем ή за чем дело стило για ποιόν ή για ποιο πράγμα πρόκειται.

    6. (για χρόνο) κατά, την ώρα•

    это случилось за обедом αυτό συνέβηκε την ώρα του φαγητού.

    7. από•

    взять за руку πιάνω από το χέρι•

    повесить за ноги κρεμώ από τα πόδια•

    водить за нос σέρνω από τη μύτη•

    бросить за окно ρίχνω από το παραθύρι•

    схватить кого за ворот πιάνω κάποιον από το γιακά•

    приниматься за работу αρχίζω (πιάνω) τη δουλειά•

    заткнуть что за пояс κρεμώ κάτι από τη ζώνη.

    8. στον, στην, στο•

    сесть за стол, за обед, за ужин κάθομαι (παίρνω θέση) στο τραπέζι, στο γεύμα, στο δείπνο•

    сидеть за столом, за обедом, за ужином κάθομαι (παραβρίσκομαι) στο τραπέζι, στο γεύμα στο δείπνο•

    он дает за дочерью миллион драхм αυτός δίνει (προίκα) στη θυγατέρα του ένα εκατομύριο δραχμές•

    за ваше здоровье στην υγεία σας.

    9. (σημαίνει απόσταση)•

    за версту от сюда ένα βέρατιο από εδώ.

    10. προς•

    нога за ногу, шаг за шагом βήμα προς βήμα.

    11. με•

    она вышла за военного αυτή παντρεύτηκε, (με) στατιωτικό.

    12. λόγω, για λόγους, για, ένεκα, εξ αιτίας• σαν, ως•

    за неспособностью λόγω ανικανότητας•

    за старостью лет σαν παρήλικος•

    награждать за службу βραβεύω για υπηρεσία•

    за недостаток времени λόγω έλλειψης χρόνου.

    13. εν, κατά•

    за отсуствием εν απουσία, απόντος.

    14. (για εργασία, ασχολία)•

    взяться за работу πιάνω τη δουλειά•

    взяться за перо πιάνω την πένα, αρχίζω να γράφω.

    15. μέσα, εντός, στον, στην, στο•

    держать, спрятать камень за пазухом κρατώ, κρύβω πέτρα στον κόρφο (έχω ύπουλο σκοπό).

    16. αντί, για, στη θέση•

    расписаться за брата υπογράφω για τον αδερφό.

    17. (διάφορες επί μέρους σημασίες)•

    за вами остается еще два рубля μένετε ακόμα χρέος δυο ρούβλια•

    запишите это за мною γράψετε το στο λογαριασμό μου (θα σας το χρωστώ εγώ)•

    за мой счет με δικά μου έξοδα•

    всеми расходами осталось еще сто рублей αφαιρουμένων όλων των εξόδων, έμειναν ακόμα εκατό ρούβλια•

    ему за сорок лет αυτός είναι πάνω από σαράντα χρόνια, πέρασε τα σαράντα•

    что за шум? τι θόρυβος είν’ αυτός•

    ото было время... αυτό έγινε τον καιρό...

    || (με την ιδιότητα)•

    за подписью министра με την υπογραφή του υπουργού•

    за то (αντιδιαστολή) γι’ αυτό.

    || σαν, ως, για•

    признать- благо ευδοκώ, συγκατανεύω.

    || (αντικείμενο επιδίωξης) •

    охотиться за куропатками κυνηγώ πέρδικες.

    || (άλλες σημασίες)•

    взяться за оружием παίρνω τα όπλα (επαναστατώ)•

    за исключением εξαιρέσει, εκτός•

    он за все сердится όλα του φταίνε•

    заработок за год οι ετήσιες αποδοχές•

    за неделю, за месяц σε μια βδομάδα, σ’ ένα μήνα•

    ни за что με κανένα τρόπο.

    Большой русско-греческий словарь > за

  • 13 подбросить

    ρ.σ.μ.
    1. ρίχνω προς τα πάνω, α-ναρρίπτω•

    подбросить мяч πετώ το τόπι προς τα πάνω.

    || (συνήθως απρόσ.) ανατινάσσω, τραντάζω, αναπηδώ. || ρίχνω κάτω από•

    подбросить окурок под диван πετώ το αποτσίγαρο κάτω από το ντιβάνι.

    2. απότομα σηκώνω, ανυψώνω• ανατινάσσω,
    3. επιρρίπτω, βάζω επιπλέον. || (για χαρτπ.) δίνω, ρίχνω, πασσάρω (χαρτί)•

    подбросить валета ρίχνω βαλέ.

    || στέλλω•

    подбросить свежие силы ρίχνω νέες δυνάμεις..

    4. βάζω, ρίχνω κρυφά•

    подбросить документы ρίχνω κρυφά έγγραφα.

    || αφήνω έκθετο, εκθέτω•

    подбросить младенца εκθέτω βρέφος.

    5. μεταφέρω, πηγαίνω ως•

    -рось его до станции μετάφερε τον ως το σταθμό.

    Большой русско-греческий словарь > подбросить

  • 14 ἐπιστολή

    ἐπιστολή, ῆς, ἡ (s. ἐπιστέλλω) letter, epistle (so Eur., Thu.+; loanw. in rabb.) 2 Cor 7:8; 2 Th 3:17; 1 Cl 47:1; 63:2; IEph 12:2; ISm 11:3; Pol 13:2b. διʼ ἐπιστολῆς (Diod S 19, 48, 1; Polyaenus 7, 39; 53rd letter of Apollonius of Tyana [Philostrat. I 358, 9]; Ps.-Demetr., Form. Ep. p. 5, 10; BGU 884, 6; 1046 II, 5) by a letter 2 Th 2:2 (Vi. Aesopi W 104 P. ἐ. ὡς ἐκ τοῦ Αἰσώπου; Polyaenus 8, 50 of two dead persons ὡς ἔτι ζώντων ἐπιστολή), vs. 15, cp. 3:14. γράφειν ἐπιστολήν (Diod S 17, 39, 2; Philo, Leg. ad Gai. 207) Ac 15:23 D; 23:25 (on the specific type of administrative communication s. Taubenschlag, OpMin II 722, w. ref. to PTebt 45, 27); Ro 16:22; ἐν τῇ ἐ. 1 Cor 5:9 (ἐν τῇ ἐ.=‘in the letter known to you’ [s. ὁ 2a] as ChronLind B 14 ἐν τᾷ ἐπιστολᾷ; Hyperid. 3, 25 ἐν τ. ἐπιστολαῖς; Pla., Ep. 7, 345c ἡ ἐ.=the letter [known to you]). ταύτην δευτέραν ὑμῖν γράφω ἐ. 2 Pt 3:1 (cp. BGU 827, 20 ἰδοὺ τρίτην ἐπιστολήν σοι γράφω. PMich 209, 5 δευτέραν ἐπιστολὴν ἔπεμψά σοι). ἀπὸ τῆς Ἰωάννου προτέρας ἐ. Papias (2:17); αἱ δύο ἐπιστολαὶ αἱ μικραί Papias (11:1); άναδιδόναι τὴν ἐπιστολήν τινι deliver the letter to someone Ac 23:33. Also ἐπιδιδόναι 15:30. διαπέμπεσθαι send MPol 20:1. διακονεῖν care for 2 Cor 3:3. ἀναγινώσκειν (X., An. 1, 6, 4; 1 Macc 10:7; Jos., C. Ap. 2, 37) 3:2; Col 4:16; 1 Th 5:27. In all probability the plur. in our lit.—even Ac 9:2; Pol 3:2—always means more than one letter, not a single one (as Eur., Iph. A. 111; 314; Thu. 1, 132, 5; 4, 50, 2, also M. Iulius Brutus, Ep. 1, 1 [fr. Mithridates]; 1 Macc 10:3, 7; Jos., Ant. 10, 15; 16): διʼ ἐπιστολῶν with letters 1 Cor 16:3. τῷ λόγῳ διʼ ἐπιστολῶν ἀπόντες (do someth.) through word by means of letters, when we are absent 2 Cor 10:11 (cp. UPZ 69, 3 [152 B.C.] ἀπόντος μου … διὰ τοῦ ἐπιστολίου); vs. 9; ἐ. βαρεῖαι καὶ ἰσχυραί the letters are weighty and powerful vs. 10. ἔγραψεν ὑμῖν ὡς καὶ ἐν πάσαις ἐ. 2 Pt 3:16. ἐ. συστατικαί letters of recommendation 2 Cor 3:1 (s. on συστατικός). ἐπιστολὰς πέμπειν (Ps.-Demosth. 11, 17; Diod S 17, 23, 6 ἔπεμψεν ἐπιστολάς=letters; OGI 42, 6; 2 Macc 11:34) IPol 8:1; cp. Pol 13:2a. ἐπιστολὴ πρός τινα a letter to someone (2 Esdr 12:7; 2 Macc 11:27; Jos., C. Ap. 1, 111) Ac 9:2; 22:5 (letters empowering someone to arrest people and deliver them to the authorities in the capital city, as PTebt 315, 29ff [II A.D.]); 2 Cor 3:1 (πρὸς ὑμᾶς ἢ ἐξ ὑμῶν).—Later epistolary subscriptions to the NT letters, as well as B, 1 Cl, 2 Cl.—GBahr, Paul and Letter Writing in the First Century, CBQ 28, ’66, 465–77; JWhite, Light fr. Ancient Letters ’86, 3–20, 221–24 lit. Lit. on χαίρω 2b. B. 1286; RAC II 564–85.—DELG s.v. στέλλω. M-M. EDNT. TW.

    Ελληνικά-Αγγλικά παλαιοχριστιανική Λογοτεχνία > ἐπιστολή

  • 15 мир

    -а, πλθ.α.
    1. ο κόσμος, το σύμπαν•

    происхождение -а η καταγωγή (προέλευση) του σύμπαντος•

    весь мир όλος ο κόσμος•

    миф о сотворении -а ο μύθος για τη δημιουργίατου κόσμου.

    2. ουράνιο σώμα, πλανήτης.
    3. η γήινη σφαίρα, η Γη• η οικουμένη ο κόσμος, οι άνθρωποι. || το περιβάλλον ο ζωικός κόσμος.
    4. κοινωνία•

    античный мир ο αρχαίος κόσμος•

    капиталистический мир η καπιταλιστική κοινωνία•

    социалистический мир η σοσιαλιστική κοινωνία.

    || τάξη, κοινωνικό σύστημα•

    старый мир разлагается ο παλιός κόσμος αποσυντίθεται.

    5. σφαίρα ζωής•

    животный мир ο ζωικός κόσμος, ζωικό βασίλειο•

    растительный мир ο φυτικός κόσμος, το φυτικό βασίλειο•

    духовный мир человека ο ψυχικός κόσμος του ανθρώπου.

    || κύκλος (ανθρώπων)•

    мир учёных ο επιστημονικός κόσμος.

    6. αγροτική κοινότητα μέλη αυτής. || συγκέντρωση, συνέλευση. || η ζωή•

    дольний мир παλ. η επίγεια ζωή•

    жить в -у διάγω κοινωνική ζωή (σε αντίθεση προς τη μοναστική).

    εκφρ.
    всем -ом – όλοι μαζί, από κοινού, ομού•
    быть (оказать(ся) отрезанным от -а – είμαι ξεκομμένος από την κοινωνία•
    пойти (ходить, идтиκ.τ.τ.) по -у (πτωχεύσας) διακονεύω•
    пустить по -у кого – στέλλω| (κανω) κάποιον να διακονέψει•
    уйти (переселить(ся) в лучший (в другой, иной) мир – μεταβαίνω στον άλλο κόσμο (πεθαίνω)•
    не от -а сего – δεν είναι απ αυτόν τον κόσμο (είναι φαντασιόπληκτος)•
    сильные ή великие -а сего – οι ισχυροί αυτού του κόσμου•
    с -ом – (ευχή) με το καλό (να πας).
    α.
    1. ειρήνη γαλήνη, ηρεμία•

    жить в -е ζω ειρηνικά•

    нарушить мир в семье διαταράσσω την οικογενειακή γαλήνη•

    мир души ψυχική γαλήνη•

    борьба народов за мир πάλη των λαών για ειρήνη•

    мир народам! ειρήνη στους λαούς!•

    прочный мир σταθερή ειρήνη•

    оплот -а προπύργιο της ειρήνης•

    мир вам! (εκκλσ.) ειρήνη υμίν! (σε σας).

    2. συνθήκη, συμφωνία•

    заключить мир κλείνω ειρήνη•

    подписать мир υπογράφω ειρήνη•

    переговоры о -е συνομιλίες (διαπραγματεύσεις) για την ειρήνη.

    3. ησυχία•

    я хочу мир θέλω ησυχία.

    εκφρ.
    мир кому; мир праху кому – να είναι ελαφρό το χώμα (που τον σκεπάζει), γαίαν ελαφράν•
    мир дому семуπαλ.(χαιρετισμός εισερχομένου) ειρήνη στο σπίτι αυτό•
    с -ом отпустить – αφήνω να πάει στο καλό (ατιμώρητον).

    Большой русско-греческий словарь > мир

  • 16 ἀντιδιαστέλλω

    A distinguish, discriminate, Str.10.2.17;

    ἁπλᾶ καὶ σύνθετα Plot.6.1.29

    ;

    τι ἀπό τινος Longin.Proll.Heph.p.83C.

    :—[voice] Med., controvert, Sor.2.54.
    II contrast, oppose,

    τί τινι S.E.P.1.9

    ;

    τινὰς πρός τινας D.H.Th.32

    ;

    τιπρός τι Alex.Aphr.in Metaph.400.17

    :—[voice] Pass., A.D.Synt.14.24.

    Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀντιδιαστέλλω

См. также в других словарях:

  • στέλλω — ΝΜΑ, και στέλνω και στέρνω Ν αποστέλλω, πέμπω (α. «τού έστειλε πολλά χαιρετίσματα» β. «ἐς οἶκον σὸς λόγος στέλλει πάλιν», Αισχύλ.) νεοελλ. φρ. «στέλνω κάποιον στον διάβολο» διώχνω κάποιον με άσχημο τρόπο, τόν ξαποστέλνω νεοελλ. αρχ. ναυτ.… …   Dictionary of Greek

  • στόλος — Το σύνολο των πολεμικών πλοίων ενός κράτους, καθώς και το σύνολο των εμπορικών πλοίων μιας χώρας ή μιας εφοπλιστικής εταιρείας. Όσον αφορά τις πολεμικές μονάδες, ο ίδιος όρος μπορεί επίσης να δείχνει μέρη μόνο του συνόλου των πολεμικών πλοίων… …   Dictionary of Greek

  • στήλη — Αναμνηστικό μνημείο, με νεκρικό συνήθως χαρακτήρα, μερικές όμως φορές και αναθηματικό, που αποτελείται από μια πέτρινη ή μαρμάρινη πλάκα τοποθετημένη πάνω σε βάση ή και στο έδαφος. Αρχαιότερα γνωστά μνημεία του είδους είναι εκείνα της… …   Dictionary of Greek

  • στέλεχος — Στη φυτολογία σ. είναι συνώνυμο του βλαστού, που χρησιμοποιείται περισσότερο στην περίπτωση των ποωδών φυτών. Λέγεται και καυλός. Πρόκειται για το όργανο στήριξης στα ανώτερα φυτά. Πάνω σ’ αυτόν βρίσκονται γενικά διάφορα όργανα και κυρίως τα… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»