-
1 προς-ακοντίζω
προς-ακοντίζω, mit dem Wurfspieß hinwerfen, hinanschießen, Luc. D. Mer. 12, 1; med., Ael.
-
2 ἀκοντίζω
A hurl a javelin, τινός at one,Αἴαντος.. ἀκόντισε φαίδιμος Ἕκτωρ Il.14.402
, cf. 8.118; alsoΑἵας.. ἐφ' Ἕκτορι.. ἵετ' ἀκοντίσσαι 16.359
; ἀ. ἐς or καθ' ὅμιλον, Od.22.263, Il.4.490;ἔς τινας Th. 7.40
;εἰς τὸ φῶς ἐκ τοῦ σκότους X.An.7.4.18
: c. dat., of the weapon,ἦ καὶ ἀκόντισε δουρί Il.5.533
; ἀ. δουρὶ φαεινῷ ib. 611, al.;αἰχμαῖς Pi.I.1.24
: also c. acc.,ἀκόντισαν ὀξέα δοῦρα Od.22.265
;ἀκοντίζουσι θαμειὰς αἰχμὰς ἐκ χειρῶν Il.12.44
, cf. 14.422: abs., use the javelin,τοξεύειν καὶ ἀ. Hdt.4.114
, cf. Hp.Aër.17, Th.3.23, etc.:— [voice] Pass.,κῶλα.. ἐς πλευρὰ καὶ πρὸς ἧπαρ ἠκοντίζετο E.IT 1370
;ἀ. ἀπὸ τῶν ἵππων ὀρθός Pl.Men. 93d
.2 after Hom., hit or strike with javelin, or simply aim at,ἀ. τὸν σῦν Hdt.1.43
, etc.:—[voice] Pass., to be hit or wounded, E.Ba. 1098, Antipho 3.1.1, X.HG4.5.13.3 hurl, throw, ἑαυτούς, i.e. leap overboard, Ach.Tat.5.7; jettison cargo, Id.3.2: metaph., τινὰς εἰς ἄπειρον χρόνον Olymp.Alch.p.75B.5 metaph.,μῦθον Nonn.D.34.299
; μερίμνας ἀνέμοισιν ib.12.258.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀκοντίζω
-
3 ἐξ-ακοντίζω
ἐξ-ακοντίζω, (einen Wurfspieß heraus) schleudern, τὰ δόρατα, Xen. Hell. 5, 4, 40; δοράτια D. Cass. 47, 43; absolut, ἐπί τινα, Plut. Artax. 9; auch τοῖς δόρασιν, mit den Speeren schleudern, Xen. An. 5, 4, 25 Hell. 4, 6, 11. Auch φάσγανον πρὸς ἧπαρ, hineinstoßen, Eur. Herc. Fur. 1149; ὅσας – χεῖρας ἐξηκόντισα, hastig ausstrecken, I. T. 362; αἳ τῆςδε γῆς – κῶλον ἐξηκόντισαν Bacch. 665, d. i. schnell entfliehen aus diesem Lande; übertr., τί τοὺς Ὀδυσσέως ἐξακοντίζω πόνους Tr. 444, drohend verkünden; πρός τι, darauf erwidern, Suppl. 456; ὅταν γλώσσῃ ματαίους ἐξακοντίζῃ λόγους Men. Stob. fl. 36, 12; komisch πνοήν, vom Dampfe beim Kochen, Antiphan. bei Ath. XIV, 624 a.
-
4 δι-ακοντίζω
δι-ακοντίζω, mit dem Wurfspieß durchbohren, Sp. – Med. mit Wurfspießen gegen einander kämpfen, Xen. Cyr. 1, 4, 4; καὶ διατοξεύεσϑαι πρός τινα Theophr. Char. 27.
-
5 προςακοντίζω
προς-ακοντίζω, mit dem Wurfspieß hinwerfen, hinanschießen -
6 εξακοντιζω
(ἐπί τινα Plut. и κατά τινος Diod.)
2) вонзать(φάσγανον πρὸς ἦπαρ Eur.)
3) стремительно вскидыватьγενείου χεῖρας ἐξακοντίσαι Eur. — касаться руками (чьего-л.) подбородка ( в знак мольбы):
ἐ. κῶλον τῆς γῆς Eur. — поспешно покидать страну4) повествовать, рассказывать, говорить, возвещать(τοὺς Ὀδυσσέως πόνους Eur.; ματαίους λόγους Men.)
ἐξακοντίσαι τι πρός τι Eur. — возразить чем-л. на что-л. -
7 ἐξακοντίζω
ἐξ-ακοντίζω, (einen Wurfspieß heraus) schleudern; τοῖς δόρασιν, mit den Speeren schleudern. Auch φάσγανον πρὸς ἧπαρ, hineinstoßen; ὅσας χεῖρας ἐξηκόντισα, hastig ausstrecken; αἳ τῆςδε γῆς κῶλον ἐξηκόντισαν, schnell entfliehen aus diesem Lande; übertr., τί τοὺς Ὀδυσσέως ἐξακοντίζω πόνους, drohend verkünden; πρός τι, darauf erwidern; komisch πνοήν, vom Dampfe beim Kochen
См. также в других словарях:
ακοντίζω — (Α ἀκοντίζω) 1. ρίχνω το ακόντιο, εξακοντίζω «ἀκοντίζων τὸν ὗν τοῡ μὲν ἁμαρτάνει, τυγχάνει δὲ τοῡ Κροίσου παιδὸς» (Ηρόδ.) 2. χτυπώ με το ακόντιο «ὲς πλευρὰ καὶ πρὸς ἧπαρ ἠκοντίζετο» (Ευρ.) νεοελλ. 1. χτυπώ, λαβώνω με τη ματιά «και την καρδιά μου… … Dictionary of Greek
ανακοντίζω — ἀνακοντίζω (Α) 1. τινάζομαι προς τα επάνω, ξεπετάγομαι, αναβλύζω 2. (μεταγενέστερα με ενεργητική σημασία) εξακοντίζω, εκτινάσσω. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀν(α) * + ἀκοντίζω] … Dictionary of Greek
εφίημι — (Α ἐφίημι και ιων. τύπος ἐπίημι) νεοελλ. (μόνο το μέσ.) εφίεμαι επιθυμώ θέλω, ποθώ, κατέχομαι από επιθυμία μσν. αρχ. μέσ. ἐφίεμαι αποβλέπω σε κάτι αρχ. 1. στέλνω σε κάποιον 2. παρακινώ, παροτρύνω, παρορμώ σε κάτι 3. (για πράγματα και ειδ. για το… … Dictionary of Greek