-
1 προμηθεια
дор. προμάθεια (μᾱ), ион. προμηθίη ἥ1) предусмотрительность, предвидение, прозорливость Pind., Aesch., Her., Plut.πολλέν χρέ προμήθειαν ποιεῖσθαι, μέ οὐκ ὀρθῶς εἴπῃς Plat. — нужно много осмотрительности, чтобы не сказать неправильного
2) попечение, забота(προμηθίαν или προμήθειαν ἔχειν τινός Eur., Plat. и ὑπέρ τινος Plat.)
3) уважение, почтение -
2 Προμηθεια
τά прометеи, празднество в честь Прометея Lys., Xen., Isae. -
3 προμήθεια
η1) закупка, заготовка;κάνω προμήθειες — делать закупки;
η προμήθεια τροφίμων — заготовка продуктов;
2) снабжение, обеспечение; поставки;3) провизия; провиант (уст.); 4) комиссионные; оплата за посредничество; 5) πλ. обеспеченность; 6) πλ. запасы, припасы (продовольствия) -
4 προμήθεια
[промитиа] ουσ θ снабжение, доставка, запас. -
5 προμηθες
-
6 προμηθια
-
7 απρομηθεια
-
8 γυμνασιαρχεω
быть гимнасиархом(εἰς Προμήθεια Lys.; λαμπάδι Isae. и med. ἐν ταῖς λαμπάσι Xen.; τοῖς Ἀθηναίοις Plut.)
γυμνασιαρχοῦσιν μὲν οἱ πλούσιοι, ὅ δὲ δῆμος γυμνασιαρχεῖται Xen. — гимнасиархами являются люди состоятельные, народ же присутствует на организованных ими состязаниях
См. также в других словарях:
προμηθεία — προμηθείᾱ , προμήθεια foresight fem nom/voc/acc dual προμηθείᾱ , προμήθειος Promethean fem nom/voc/acc dual προμηθείᾱ , προμήθειος Promethean fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προμηθείᾳ — προμηθείᾱͅ , προμήθεια foresight fem dat sg (attic doric aeolic) προμηθείᾱͅ , προμήθειος Promethean fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Προμηθεία — Προμηθείᾱ , Προμήθειος Promethean fem nom/voc/acc dual Προμηθείᾱ , Προμήθειος Promethean fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Προμηθείᾳ — Προμηθείᾱͅ , Προμήθειος Promethean fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Προμήθεια — Promethean neut nom/voc/acc pl Προμήθειος Promethean neut nom/voc/acc pl Προμήθειος Promethean neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προμήθεια — foresight fem nom/voc sg προμήθειος Promethean neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προμήθεια — Γιορτή της αρχαίας Αθήνας προς τιμήν του Προμηθέα. Ήταν πανάρχαιη ετήσια γιορτή στη διάρκεια της οποίας γινόταν και λαμπαδηφορία. Κατά τον Παυσανία, η λαμπαδηφορία είχε αφετηρία τον βωμό του Προμηθέα στην Ακαδημεία και τέρμα της την Ακρόπολη. * * … Dictionary of Greek
προμήθεια — η 1. η πράξη του προμηθεύω ή προμηθεύομαι, ο εφοδιασμός: Κάναμε τις προμήθειες για το ταξίδι. 2. αμοιβή μεσίτη ή παραγγελιοδόχου, μεσιτεία: Πήρε μεγάλη προμήθεια από τον πωλητή … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
προμηθείας — προμηθείᾱς , προμήθεια foresight fem acc pl προμηθείᾱς , προμήθεια foresight fem gen sg (attic doric aeolic) προμηθείᾱς , προμήθειος Promethean fem acc pl προμηθείᾱς , προμήθειος Promethean fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προμηθείαι — προμηθείᾱͅ , προμήθεια foresight fem dat sg (attic doric aeolic) προμηθείᾱͅ , προμήθειος Promethean fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Προμηθείας — Προμηθείᾱς , Προμήθειος Promethean fem acc pl Προμηθείᾱς , Προμήθειος Promethean fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)