-
1 вознаграждение
η αμοιβ/ή, η ανταμοιβή-капитану с фрахта мор. о επίναυλοςпремиальное - η επί πλέον αμοιβή, το δώρο, η αμοιβή παρότρυνσης ή απόδοσης, το πρίμ, το μπόνους (ξεν).Русско-греческий словарь научных и технических терминов > вознаграждение
-
2 запас
-а α.1. προμήθεια, εφεδρεία, εφόδια, ρεζέρβα•запас дров προμήθεια καυσόξυλων•
запас продовольствии προμήθεια τροφίμων•
запас боеприпасов εφεδρεία πολεμοφοδίων•
неприкос новенный запас προμήθειες ασφαλείας (ή ώρας ανάγκης)•
запас сырья απόθεμα πρώτων υλών•
запас знаний πολυμάθεια, πολυγνωσία, πλούτος γνώσεων•
запас слов πλούτος λέξεων•
в -е για εφεδρεία•
отложить про запас βάζω κατά μέρος (κρατώ για εφεδρεία).
2. (για ενδύματα) γύρισμα•выпустить запас βγάζω το γύρισμα (για φάρδεμα, μάκρεμα).
3. (στρατ.) εφεδρεία•офицер в -е έφεδρος αξιωματικός•
уволить в -е αποστρατεύω•
быть в -е είμαι σε εφεδρεία•
выйти в запас αποστρατεύομαι.
-
3 запас
запас м η προμήθεια, το απόθεμα' золотой \запас το απόθεμα χρυσού* * *мη προμήθεια, το απόθεμαзолото́й запа́с — το απόθεμα χρυσού
-
4 поставка
-
5 снабжение
-
6 поставка
постав||каж ἡ προμήθεια, ἡ χορήγηση[-ις]:\поставка продовольствия ἡ προμήθεια τροφίμων. -
7 снабжение
-я ουδ.προμήθεια, εφοδιασμός•снабжение армии εφοδιασμός του στρατού•
снабжение промышленности εφοδιασμός της βιομηχανίας•
снабжение школы учебниками и пособиями προμήθεια του σχολείου με εγχειρίδια και βοηθήματα•
военное снабжение στρατιωτικός εφοδιασμός.
-
8 банк
1. эк. η τράπεζ/α 2. мед. η τράπεζαРусско-греческий словарь научных и технических терминов > банк
-
9 брокер-комиссионер
ο μεσίτης επί προμήθεια.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > брокер-комиссионер
-
10 заготавливание
1. (заблаговременное приготовление чего-л) η προετοιμασία, η προπαρασκευή 2. (запас чего-л.) η προμήθεια, ο εφοδιασμός.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > заготавливание
-
11 закупка
η αγορ/ά, η προμήθειαагент по - ам ο προμηθευτής, ο εφοδιαστής, - и в других странах - ές σε άλλα κράτηраспределять - и через посредническую организацию διανέμω τις - ές μέσω μεσιτικής επιχείρησηςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > закупка
-
12 запас
1. (то, что запасено) το απόθεμαпополнять - συμπληρώνω/αναπληρώνω τα - ταмалые - ы μικρά - τα, ελάχιστα - ταнеизрасходованный - αχρησιμοποίητο -, μη χρησιμοποιημένο -неистощимые - ы ανεξάντλητα/αστείρευτα - ταнеисчерпаемые - ы см. неистощимые - ы2. (резерв) η εφεδρεία 3. (характеристика конструкции) η ανοχή, το επιτρεπόμενο όριο 4. текст. το γύρισμα 5. (слов) лингв. το λεξιλόγιοРусско-греческий словарь научных и технических терминов > запас
-
13 комиссионер
ο μεσίτης (επί προμήθεια), ο παραγγελιοδόχος.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > комиссионер
-
14 комиссионный
μεσιτικόςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > комиссионный
-
15 комиссия
1. (группа лиц, орган) η επιτροπή 2. (условленное вознаграждение) η προμήθεια.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > комиссия
-
16 куртаж
фин. η προμήθεια/αμοιβή του μεσίτητα μεσιτικάРусско-греческий словарь научных и технических терминов > куртаж
-
17 наделение
1. (предоставление) η απονομή 2. (снабжение) о εφοδιασμόςη προμήθειαРусско-греческий словарь научных и технических терминов > наделение
-
18 перевод
1. (величин, единиц измерений и т.п.) η μετατροπή, η αναγωγή 2. (с одного режима на другой) η αλλαγή, η αναστροφή, η μεταστροφή 3. полигр. η μεταφορά 4. (с одного языка на другой) η μετάφρασηподстрочный - см. дословный -свободный - ελεύθερη -, η απόδοση5. (с одного места на другое) η μετάθεση, η μεταφορά 6. (денежный) το έμβασμα, η μεταφοράРусско-греческий словарь научных и технических терминов > перевод
-
19 поставка
1. (доставка) η παράδοσ/η- на условиях СИФ - με όρους C.I.F (κόστος, ασφάλεια2. (снабжение) η προμήθειαРусско-греческий словарь научных и технических терминов > поставка
-
20 снаряжение
1. (действие) о εφοδιασμός, η προμήθεια 2. (совокупность предметов, приспособлений и т.п.) о εξοπλισμός.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > снаряжение
- 1
- 2
См. также в других словарях:
προμηθεία — προμηθείᾱ , προμήθεια foresight fem nom/voc/acc dual προμηθείᾱ , προμήθειος Promethean fem nom/voc/acc dual προμηθείᾱ , προμήθειος Promethean fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προμηθείᾳ — προμηθείᾱͅ , προμήθεια foresight fem dat sg (attic doric aeolic) προμηθείᾱͅ , προμήθειος Promethean fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Προμηθεία — Προμηθείᾱ , Προμήθειος Promethean fem nom/voc/acc dual Προμηθείᾱ , Προμήθειος Promethean fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Προμηθείᾳ — Προμηθείᾱͅ , Προμήθειος Promethean fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Προμήθεια — Promethean neut nom/voc/acc pl Προμήθειος Promethean neut nom/voc/acc pl Προμήθειος Promethean neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προμήθεια — foresight fem nom/voc sg προμήθειος Promethean neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προμήθεια — Γιορτή της αρχαίας Αθήνας προς τιμήν του Προμηθέα. Ήταν πανάρχαιη ετήσια γιορτή στη διάρκεια της οποίας γινόταν και λαμπαδηφορία. Κατά τον Παυσανία, η λαμπαδηφορία είχε αφετηρία τον βωμό του Προμηθέα στην Ακαδημεία και τέρμα της την Ακρόπολη. * * … Dictionary of Greek
προμήθεια — η 1. η πράξη του προμηθεύω ή προμηθεύομαι, ο εφοδιασμός: Κάναμε τις προμήθειες για το ταξίδι. 2. αμοιβή μεσίτη ή παραγγελιοδόχου, μεσιτεία: Πήρε μεγάλη προμήθεια από τον πωλητή … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
προμηθείας — προμηθείᾱς , προμήθεια foresight fem acc pl προμηθείᾱς , προμήθεια foresight fem gen sg (attic doric aeolic) προμηθείᾱς , προμήθειος Promethean fem acc pl προμηθείᾱς , προμήθειος Promethean fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προμηθείαι — προμηθείᾱͅ , προμήθεια foresight fem dat sg (attic doric aeolic) προμηθείᾱͅ , προμήθειος Promethean fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Προμηθείας — Προμηθείᾱς , Προμήθειος Promethean fem acc pl Προμηθείᾱς , Προμήθειος Promethean fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)