-
1 απρομηθεια
См. также в других словарях:
απρομήθεια — ἀπρομήθεια, η (Α) έλλειψη πρόνοιας, απρονοησία … Dictionary of Greek
ἀπρομηθείας — ἀπρομηθείᾱς , ἀπρομήθεια want of forethought fem acc pl ἀπρομηθείᾱς , ἀπρομήθεια want of forethought fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπρομήθειαν — ἀπρομήθεια want of forethought fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)