-
1 προμήθεια
προ-μήθεια, ἡ, Vorsicht, Klugheit; ἐν πολλῇ προμηϑίῃ ἔχειν τινά, einen mit vieler Rücksicht, Achtung behandeln -
2 προ-μηθίη
-
3 γυμνασι-αρχέω
γυμνασι-αρχέω, Gymnasiarch sein, εἰς Προμήϑεια, für dieses Fest, Lys. 21, 3; vgl. Is. 7, 36; λαμπάδι, für den Fackellauf, 6, 60, wie ἐν ταῖς λαμπάσι Xen. vectig. 4, 52; τοῖς Ἀϑηναίοις Plut. Anton. 33; γεγυμνασιαρχηκότες Aesop. 9.
-
4 μετα-μήθεια
μετα-μήθεια, ἡ, Gegensatz von προμήϑεια, das Nachbedachtsein, wenn man erst nach der That klug wird; Hesych. erkl. μετάνοια.
-
5 λῑπαρής
λῑπαρής, ές (nach den Alten von λίαν παρεῖναι (?), inbrünstig), anhaltend, beharrlich, ausdauernd, unablässig; ἅτε λιπαρὴς ὢν περὶ αὐτοῦ, Plat. Crat. 413 a; λ. εἰμι πρὸς τὰς ἐρωτήσεις τῶν σοφῶν, Hipp. min. 372 a; Sp., πόνῳ πολλῷ καὶ προμηϑείᾳ λιπαρεῖ χρησάμενος ἐξέμαϑον τὴν τέχνην Luc. abdic. 4; πυρετός, anhaltendes Fieber, hist. conscr. 1; bes, vom unablässigen Bitten, Flehen, λιπαρεῖς ἦσαν δεόμενοι, Plut. Tib. Graech. 6. So faßt man auch Soph. El. 1370, σε λιπαρεῖ προὔστην χερί, mit der zum Gebet od. Dienst bes Gottes nie ermüdenden Hand, während guid. ἀφϑόνῳ, πλουσίᾳ mit reichlich spendender erkl.; u. Soph. O. C. 1121, ὦ ξεῖνε, μὴ ϑαύμαζε πρὸς τὸ λιπαρές, τέκν' εὶ φανέντ' ἄελπτα μηκύνω λόγον; vgl. Ar. Lys. 673, οὐδὲν ἐλλείψουσιν αὗται λιπαροῦς χειρουργίας. – Adv., λιπαρῶς ἔχειν, auf Etwas bestehen, Plat. Prot. 335 b, ἀκούειν, 315 e, u. wieder mit Bezug auf anhaltendes, inbrünstiges Flehen, ἐν εὐχαῖς λιπαρῶς παρακαλοῦντες ϑεούς, Legg. XI, 931 c, u. so Sp., wie Themist., philo.
-
6 ἐπι-μήθεια
ἐπι-μήθεια, ἡ, Ueberlegung nach der That, Ggstz προμήϑεια.
-
7 ὑπ-εκ-πέμπω
ὑπ-εκ-πέμπω, heimlich heraus-, fort-, wegschicken; οὗ τὸ Φωκέων πέδον ὑπεξεπέμφϑην σῇ προμηϑείᾳ χεροῖν Soph. El. 1342; τῆς χϑονός Eur. Hec. 6; Thuc. 4, 8; Plut. Thes. 35.
-
8 γυμνασιαρχέω
γυμνασι-αρχέω, Gymnasiarch sein, εἰς Προμήϑεια, für dieses Fest; λαμπάδι, für den Fackellauf -
9 μεταμήθεια
μετα-μήθεια, ἡ, Gegensatz von προμήϑεια, das Nachbedachtsein, wenn man erst nach der Tat klug wird
См. также в других словарях:
προμηθεία — προμηθείᾱ , προμήθεια foresight fem nom/voc/acc dual προμηθείᾱ , προμήθειος Promethean fem nom/voc/acc dual προμηθείᾱ , προμήθειος Promethean fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προμηθείᾳ — προμηθείᾱͅ , προμήθεια foresight fem dat sg (attic doric aeolic) προμηθείᾱͅ , προμήθειος Promethean fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Προμηθεία — Προμηθείᾱ , Προμήθειος Promethean fem nom/voc/acc dual Προμηθείᾱ , Προμήθειος Promethean fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Προμηθείᾳ — Προμηθείᾱͅ , Προμήθειος Promethean fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Προμήθεια — Promethean neut nom/voc/acc pl Προμήθειος Promethean neut nom/voc/acc pl Προμήθειος Promethean neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προμήθεια — foresight fem nom/voc sg προμήθειος Promethean neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προμήθεια — Γιορτή της αρχαίας Αθήνας προς τιμήν του Προμηθέα. Ήταν πανάρχαιη ετήσια γιορτή στη διάρκεια της οποίας γινόταν και λαμπαδηφορία. Κατά τον Παυσανία, η λαμπαδηφορία είχε αφετηρία τον βωμό του Προμηθέα στην Ακαδημεία και τέρμα της την Ακρόπολη. * * … Dictionary of Greek
προμήθεια — η 1. η πράξη του προμηθεύω ή προμηθεύομαι, ο εφοδιασμός: Κάναμε τις προμήθειες για το ταξίδι. 2. αμοιβή μεσίτη ή παραγγελιοδόχου, μεσιτεία: Πήρε μεγάλη προμήθεια από τον πωλητή … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
προμηθείας — προμηθείᾱς , προμήθεια foresight fem acc pl προμηθείᾱς , προμήθεια foresight fem gen sg (attic doric aeolic) προμηθείᾱς , προμήθειος Promethean fem acc pl προμηθείᾱς , προμήθειος Promethean fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προμηθείαι — προμηθείᾱͅ , προμήθεια foresight fem dat sg (attic doric aeolic) προμηθείᾱͅ , προμήθειος Promethean fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Προμηθείας — Προμηθείᾱς , Προμήθειος Promethean fem acc pl Προμηθείᾱς , Προμήθειος Promethean fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)