Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

προΐωξις

См. также в других словарях:

  • προίωξις — προΐ̱ωξις , προίωξις pursuit of the foremost fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προΐωξις — ώξεως, ἡ, Α η εκ τών προτέρων καταδίωξη. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + ἴωξις «επίθεση, καταδίωξη στη μάχη»] …   Dictionary of Greek

  • προδίωξις — ώξεως, ἡ, Α [προδιώκω] η προς τα εμπρός ή η συνεχής καταδίωξη, προΐωξις* …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»