Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

(Ϝ)ιωκή

См. также в других словарях:

  • ιωκή — ἰωκή, ἡ, αιτ. στον Ομ. ἰῶκα (Α) 1. προσβολή, επίθεση, καταδίωξη στη μάχη 2. ως κύριο όν. Ἰωκή προσωποποίηση τής δίωξης, τής επίθεσης («ἐν δ Ἔρις, ἐν δ Ἀλκή, ἐν δὲ κρυόεσσα Ἰωκή», Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < Fιώκω «καταδιώκω, χτυπώ», που συνδέεται με… …   Dictionary of Greek

  • Ἰωκή — fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἰωκή — rout fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἰωκαῖς — Ἰωκή fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἰωκαῖς — ἰωκή rout fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἰωκαί — Ἰωκή fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἰωκαί — ἰωκή rout fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἰωκήν — Ἰωκή fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἰωκήν — ἰωκή rout fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἰῶκα — ἰωκή rout masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἰῶκας — ἰωκή rout masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»