-
1 προ-ίωξις
-
2 προίωξις
προ-ίωξις, ἡ, das Vortreiben, Vorwärtsverfolgen -
3 προιωξις
См. также в других словарях:
προΐωξις — ώξεως, ἡ, Α η εκ τών προτέρων καταδίωξη. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + ἴωξις «επίθεση, καταδίωξη στη μάχη»] … Dictionary of Greek