-
1 πρακτός
-
2 πρακτος
-
3 πρακτός
πρακτόςthings to be done: masc nom sg -
4 πρακτός
-
5 πρακτός
A things to be done, i.e. matters of moral action, Arist.EN 1094a19, 1097a22; τὰ π. ἀγαθά ib. 1095a16, cf. Andronic. Rhod.p.574 M.II πρακτὸς ὑπό τινος liable to be called on to pay money by one, Test.Epict.7.2, 21, cf. IG12 (7).237.60 (Minoa, i B. C.); π. ἔστωμ Πραξικλεῖ ἡμιόλιον τὸ ἀργύριον ib. 67.46 (Arcesine, in/iii B. C.); π. ἔστω τοῦ ἡμιολίου τοῖς ταμίαις ib.62.50 (ibid., iv B. C.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πρακτός
-
6 φιλό-πρακτος
φιλό-πρακτος, = Vorigem, Procl. paraphr. Ptolem.
-
7 εὔ-πρακτος
εὔ-πρακτος, 1) leicht zu thun, zu bewirken, durchzusetzen, ἵνα μοι εὐπρακτότερον ᾐ, ἐάν τι δύνωμαι ἀγαϑὸν διαπράξασϑαι Xen. An. 2, 3, 20; – ion. εὔπρηκτα κέλευϑα Opp. Hal. 5, 63. – 2) = εὐπραγής, Man. 1, 352.
-
8 εὖ-κατά-πρακτος
εὖ-κατά-πρακτος, leicht auszuführen, Poll. 9, 161.
-
9 δυς-κατά-πρᾱκτος
δυς-κατά-πρᾱκτος, schwer auszuführen, Xen. Cyr. 8, 7, 12.
-
10 δύς-πρακτος
δύς-πρακτος, schwer zu thun, Poll. 3. 131.
-
11 δημό-πρακτος
δημό-πρακτος, vom Volk gemacht; ψῆφος Aesch. Suppl. 932.
-
12 ἀργό-πρακτος
ἀργό-πρακτος, träg zum Handeln, Sp.
-
13 ἄ-πρᾱκτος
ἄ-πρᾱκτος, ion. ἄπρηκτος, 1) nichts ausrichtend, nichts bewirkend, erfolglos, vergeblich, ἄπρηκτον νέεσϑαι Iliad. 14, 221; ἄπρηκτον πόλεμον πολεμίζειν Iliad. 2, 121; ἀπρήκτους ἔριδας 2, 376; Thuc. 1, 111. 4, 61, oft; ἄπρακτον ἀποπέμπειν τινά 1, 24; μή οἱ πρέσβεις ἄπρακτοι ἥκοιεν Xen. Hell. 2, 2, 21; so βοήϑεια, ἐπιβολή u. ä., Pol. 1, 48, 5. 6, 15, 5; δόρατα ἄπρακτα καὶ μάταια 6, 25, 5; γῆ, nichts einbringend, Plut.; nichts thuend, καὶ ἀργός Plat. Locr. 104 c; φόβων ἀπρακτότατος Plut. superst. 3; ἡμέραι, an denen man nichts unternimmt, Feiertage, Alc. 34 qu. Rom. 25; = ἀποφράς, Luc.; ἑορτή Hermogen. Proleg. p. 27; ἡ ϑερεία ἀπρ. γίγνεται Pol. 5, 5, 5. – 2) pass., a) wogegen man nichts ausrichten kann, ἀπρήκτους ὀδύνας, unheilbare Schmerzen, Od. 2, 79; ἄπρηκτον ἀνίην, ein unabwendbares Unheil, 12, 223; κακά Pind. I. 7, 7; wie ἀμήχανος. – b) ungethan, ὅπως μη τὰ τῆς πόλεως ἀπρακτα γένηται, nicht besorgt wird, Xen. Mem. 2, 1, 2; vgl. Dem. 19, 278. 50, 58. Auch Sp. – c) οὐδὲ μαντικῆς ἄπ. ὑμῖν γίγνομαι Soph. Ant. 1022, ihr versucht auch die Seherkunst an mir. – Adv. ἀπράκτως, gew. ohne etwas auszurichten, ohne Erfolg, Thuc. 6, 48 u. sonst.
-
14 ἔμ-πρακτος
ἔμ-πρακτος, 1) ausführbar, μηχανή Pind. P. 3, 62. – 2) ausrichtend, thätig; τόλμα D. Sic. 13, 70; ἀνὴρ τὰ περὶ τὸν πόλεμ ον ἔμπρ. 13, 102; a. Sp. Dah. in der Rede τὸ ἔμπρακτον = die überzeugende Kraft, Longin. 11, 2. – Adv, βιοῠν Plut. Sert. 4.
-
15 πρακτά
πρακτόςthings to be done: neut nom /voc /acc plπρακτά̱, πρακτόςthings to be done: fem nom /voc /acc dualπρακτά̱, πρακτόςthings to be done: fem nom /voc sg (doric aeolic) -
16 πρακτόν
πρακτόςthings to be done: masc acc sgπρακτόςthings to be done: neut nom /voc /acc sg -
17 πρακτών
πράκτηςtreacherous person: masc gen plπρακτόςthings to be done: fem gen plπρακτόςthings to be done: masc /neut gen pl -
18 πρακτῶν
πράκτηςtreacherous person: masc gen plπρακτόςthings to be done: fem gen plπρακτόςthings to be done: masc /neut gen pl -
19 απρακτος
эп.-ион.-дор. ἄπρηκτος 21) бесполезный, бесцельный, напрасный, тщетный(πόλεμος Hom.; βοήθεια Polyb.; μεληδόνες Plut.)
2) ничего не добившийся, не достигший цели(ἀπεχώρησαν ἄπρακτοι Thuc.; ἄπρακτον ἀποπέμπειν τινά Plut.)
3) бесплодный, по др. невозделанный(γῆ Plut.)
4) проводимый в бездействии, нерабочий(ἡμέραι Plut.)
5) неисполненный, несделанный Dem.μη τὰ τῆς πόλεως ἄπρακτα γίγνηται Xen. — чтобы не запустить государственных дел;
οὐκ ἄ. τινι εἶναι Soph. — не иметь покоя от кого-л.6) неутолимый, неисцелимый(ὀδύναι Hom.)
7) неотвратимый, неодолимый, неминуемый(ἀνίη Hom.)
8) бездеятельный, бездействующий(ἄ. καὴ ἀργός Plat.; κηδευτής Arst.)
φόβων ἀπρακτότατος Plut. — не внушающий никакого страха -
20 δημοπρακτος
См. также в других словарях:
πρακτός — things to be done masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πρακτός — και ιων. τ. πρηκτός, ή, όν, Α [πράττω] 1. αυτός που είναι δυνατόν να γίνει, εφικτός 2. αυτός που μπορεί να τον διαβεί κανείς, διαβατός 3. αυτός που μπορεί κανείς να τόν εισπράξει 4. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ πρακτά πράγματα τα οποία είναι σωστό… … Dictionary of Greek
πρακτά — πρακτός things to be done neut nom/voc/acc pl πρακτά̱ , πρακτός things to be done fem nom/voc/acc dual πρακτά̱ , πρακτός things to be done fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πρακτόν — πρακτός things to be done masc acc sg πρακτός things to be done neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πρακτοῖς — πρακτός things to be done masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πρακτοῦ — πρακτός things to be done masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πρακτῷ — πρακτός things to be done masc/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θηριόπρακτος — θηριόπρακτος, ον (Μ) θηριώδης. [ΕΤΥΜΟΛ. < θηρίο + πρακτος (< πράσσω), πρβλ. ά πρακτος, μονό πρακτος] … Dictionary of Greek
ιερόπρακτος — ἱερόπρακτος, ὁ (Α) ιεροποιός*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιερ(ο)* + πρακτος (< πράττω), πρβλ. δημό πρακτος, φιλό πρακτος] … Dictionary of Greek
μονόπρακτος — η, ο 1. (για θεατρικό ή μουσικό έργο) ο αποτελούμενος από μία μόνο πράξη («μονόπρακτη όπερα», «μονόπρακτη κωμωδία») 2. (συν. το ουδ. ως ουσ.) το μονόπρακτο σύντομο θεατρικό έργο που αποτελείται από μία πράξη («τα μονόπρακτα τού Μπρεχτ»). [ΕΤΥΜΟΛ … Dictionary of Greek
ευκατάπρακτος — εὐκατάπρακτος, ον (Α) αυτός που κατορθώνεται εύκολα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + κατα πρακτος (< κατα πράσσω), πρβλ. δυσ κατά πρακτος] … Dictionary of Greek