-
1 δύς-πρακτος
δύς-πρακτος, schwer zu thun, Poll. 3. 131.
-
2 δυς-κατά-πρᾱκτος
δυς-κατά-πρᾱκτος, schwer auszuführen, Xen. Cyr. 8, 7, 12.
-
3 δύςπρακτος
-
4 δυςκατάπρᾱκτος
1 δύς-πρακτος
δύς-πρακτος, schwer zu thun, Poll. 3. 131.
2 δυς-κατά-πρᾱκτος
δυς-κατά-πρᾱκτος, schwer auszuführen, Xen. Cyr. 8, 7, 12.
3 δύςπρακτος
4 δυςκατάπρᾱκτος