-
1 δημό-πρακτος
δημό-πρακτος, vom Volk gemacht; ψῆφος Aesch. Suppl. 932.
-
2 δημόπρακτος
δημό-πρακτος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > δημόπρακτος
-
3 δημόπρακτος
-
4 δημοπρακτος
См. также в других словарях:
ιερόπρακτος — ἱερόπρακτος, ὁ (Α) ιεροποιός*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιερ(ο)* + πρακτος (< πράττω), πρβλ. δημό πρακτος, φιλό πρακτος] … Dictionary of Greek
φιλόπρακτος — ον, Α φιλοπράγμων*. [ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο) * + πρακτός (< πράττω), πρβλ. δημό πρακτος] … Dictionary of Greek