-
1 πρακτικός
πρακτικός, zum Thun od. Handeln gehörig, thätig, geschäftig, rüstig; πρακτικώτερος, Ar. Equ. 91; ἡ πρακτική, im Ggstz der γνωστική, Plat. Polit. 259 c; ἰταμότητος ὀξείας καὶ πρακτικῆς ἐνδεῖται, 311 a; πρακτικοί, neben φιλοϑεάμονες καὶ φιλότεχνοι, Rep. V, 476 a; πρακτικώτεροί ἐσμεν, Arist. eth. 6, 12; καὶ ἀγχίνους, Pol. 11, 25, 8; πρακτικώτατος καὶ νουνεχέστατος περὶ τὴν πολιτείαν, 7, 10, 5; auch = Erfolg, Nachdruck habend, oft auch adv., πρακτικῶς πρός τι διακεῖσϑαι, rüstig sein wozu, 6, 25, 4; τολμηρότερον καὶ πρακτικώτερον ἢ κατὰ τὴν ἡλικίαν χρώμενος ταῖς ἐπιβολαῖς, kühner und klüger, 5, 18, 7.
-
2 πρακτικος
31) деятельный, активныйπρακτικώτερον ποιεῖν τινα Xen. — воспитать в ком-л. большую активность
2) дельный, боеспособный(τὸ μέρος τῆς δυνάμεως Polyb.)
3) умеющий воздействоватьπαρὰ ἀνθρώπων πρακτικώτερος Xen. — умеющий добиваться у людей лучших результатов;
π. τῶν καλῶν Arst. — способный на прекрасные поступки4) посвященный практическим интересам, действенный, практический(διάνοια, ζωή Arst.)
5) решительный, энергичный(ἰταμότης Plat.)
6) возбуждающий (sc. οἶνος Arph.)7) соответствующий действию, драматический(τὸ ἰαμβεῖον Arst.)
-
3 πρακτικός
πρακτικόςfit for: masc nom sg -
4 πρακτικός
πρακτικός, -ή, -όпрактический -
5 πρακτικός
πρακτικός, zum Tun od. Handeln gehörig, tätig, geschäftig, rüstig; auch = Erfolg, Nachdruck habend; adv., πρακτικῶς πρός τι διακεῖσϑαι, rüstig sein wozu -
6 πρακτικός
η, ό[ν]1) практический;πρακτικά μαθήματα — практические занятия;
πρακτική πείρα — практические навыки;
βρίσκω πρακτική εφαρμογή — находить практическое применение;
2) удобный, практичный;3) деловой, деловитый; практичный (о человеке);πρακτικό πνεύμα — деловитость;
4) не дипломированный, не имеющий специальной подготовки;πρακτικός γιατρός — врач-практик; — лекарь-самоучка;
§ πρακτικό λύκειο — реальное училище
-
7 πρακτικός
[практикос] επ практический. -
8 πρακτικός
A fit for or concerned with action, practical,λεκτικοὶ καὶ π. καὶ μηχανικοί X.Mem.4.3.1
;φιλότεχνοι καὶ π. Pl.R. 476a
; ζωὴ π., βίος π., Arist.EN 1098a3, Pol. 1325b16, etc.; αἱ π. ἀρχαί the principles of action, Id.EN 1144a35; ἡ π. διάνοια, opp. ἡ θεωρητική, ib. 1139a27, cf. Metaph. 1025b25, de An. 433a18; ἡ -κή (with or without ἐπιστήμη) practical science, opp. theoretical, Pl.Plt. 258e, 259d;τὸ ἰαμβεῖον π.
representative of action,Arist.
Po. 1460a1;μέλη π. Id.Pol. 1341b34
; π. χρόνοι times appropriate for action, Vett. Val.96.28.2 active, effective, τὸ -ώτατον τῆς δυνάμεως the most effective part, Plb.1.30.9, cf. 10.25.2; παρὰ θεῶν -ώτερος more effectual in carrying one's point with.., X.Cyr.1.6.3;περὶ τὴν πολιτείαν -ώτατος Plb. 7.10.5
: so of things, drastic, effective,ῥίζα Dsc.3.54
; also νεῦρα π. motor nerves, Gal.1.321: πρακτικόν, τό, spell, magical rite, PMag. Par.1.2359.4 active, vigorous, strong,οἴνου τι πρακτικώτερον Ar.Eq.91
;ἰταμότης ὀξεῖα καὶ π. Pl.Plt. 311a
; [ἡ ὀργὴ] -ώτερον τοῦ μίσους Arist.Pol. 1312b27
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πρακτικός
-
9 πρακτικός
practicalΕλληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > πρακτικός
-
10 κατα-πρᾱκτικός
κατα-πρᾱκτικός, ή, όν, geschickt Etwas auszuführen, thatkräftig, τινός, Muson. bei Stob. Fl. 48, 67.
-
11 ἀργυρο-πρακτικός
ἀργυρο-πρακτικός, zum Geldeintreiben gehörig, - ικὴν ἐργάζεσϑαι, Geld- und Wechslergeschäfte machen.
-
12 ἀντι-πρακτικός
ἀντι-πρακτικός, entgegenhandelnd, M. Anton. 2, 1.
-
13 ἐμ-πρακτικός
ἐμ-πρακτικός, ή, όν, wirksam, Sp.
-
14 πρακτικά
πρακτικόςfit for: neut nom /voc /acc plπρακτικά̱, πρακτικόςfit for: fem nom /voc /acc dualπρακτικά̱, πρακτικόςfit for: fem nom /voc sg (doric aeolic) -
15 πρακτικώτερον
πρακτικόςfit for: adverbial compπρακτικόςfit for: masc acc comp sgπρακτικόςfit for: neut nom /voc /acc comp sg -
16 πρακτικωτάτων
πρακτικόςfit for: fem gen superl plπρακτικόςfit for: masc /neut gen superl pl -
17 πρακτικωτέρων
πρακτικόςfit for: fem gen comp plπρακτικόςfit for: masc /neut gen comp pl -
18 πρακτικόν
πρακτικόςfit for: masc acc sgπρακτικόςfit for: neut nom /voc /acc sg -
19 πρακτικώτατα
πρακτικόςfit for: adverbial superlπρακτικόςfit for: neut nom /voc /acc superl pl -
20 πρακτικώτατον
πρακτικόςfit for: masc acc superl sgπρακτικόςfit for: neut nom /voc /acc superl sg
См. также в других словарях:
πρακτικός — πρακτικός, ή, ό και πραχτικός, ή, ό 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην πράξη, στην πείρα, στην εφαρμογή: Πρακτικές οδηγίες. 2. εύκολος, κατάλληλος, άνετος: Πρακτική λύση. – Πρακτικά ρούχα. 3. αυτός που έχει γνώσεις από πείρα, έμπειρος:… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
πρακτικός — fit for masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πρακτικός — ἡ, ὁ / πρακτικός, ἡ, όν, ΝΜΑ, και πραχτικός Ν [πρακτός] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην πράξη, στην πείρα, εμπειρικός (α. «πρακτική αριθμητική» β. «πρακτικές γνώσεις» γ. «πρακτική λύση» δ. «πρακτικός βίος» ενεργητικός βίος, Αριστοτ. ε.… … Dictionary of Greek
πρακτικά — πρακτικός fit for neut nom/voc/acc pl πρακτικά̱ , πρακτικός fit for fem nom/voc/acc dual πρακτικά̱ , πρακτικός fit for fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πρακτικώτερον — πρακτικός fit for adverbial comp πρακτικός fit for masc acc comp sg πρακτικός fit for neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πρακτικωτάτων — πρακτικός fit for fem gen superl pl πρακτικός fit for masc/neut gen superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πρακτικωτέρων — πρακτικός fit for fem gen comp pl πρακτικός fit for masc/neut gen comp pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πρακτικῶν — πρακτικός fit for fem gen pl πρακτικός fit for masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πρακτικόν — πρακτικός fit for masc acc sg πρακτικός fit for neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πρακτικώτατα — πρακτικός fit for adverbial superl πρακτικός fit for neut nom/voc/acc superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πρακτικώτατον — πρακτικός fit for masc acc superl sg πρακτικός fit for neut nom/voc/acc superl sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)