-
21 πρακτικαί
πρακτικόςfit for: fem nom /voc pl -
22 πρακτικοί
πρακτικόςfit for: masc nom /voc pl -
23 πρακτικούς
πρακτικόςfit for: masc acc pl -
24 πρακτικωτάτη
πρακτικόςfit for: fem nom /voc superl sg (attic epic ionic) -
25 πρακτικωτάτοις
πρακτικόςfit for: masc /neut dat superl pl -
26 πρακτικωτάτου
πρακτικόςfit for: masc /neut gen superl sg -
27 πρακτικωτάτους
πρακτικόςfit for: masc acc superl pl -
28 πρακτικωτέροις
πρακτικόςfit for: masc /neut dat comp pl -
29 πρακτικωτέρου
πρακτικόςfit for: masc /neut gen comp sg -
30 πρακτικωτέρους
πρακτικόςfit for: masc acc comp pl -
31 πρακτικωτέρως
πρακτικόςfit for: masc acc comp pl (doric) -
32 πρακτικέ
πρακτικόςfit for: masc voc sg -
33 πρακτική
πρακτικόςfit for: fem nom /voc sg (attic epic ionic) -
34 πρακτικήν
πρακτικόςfit for: fem acc sg (attic epic ionic) -
35 πρακτικώτατοι
πρακτικόςfit for: masc nom /voc superl pl -
36 πρακτικώτατος
πρακτικόςfit for: masc nom superl sg -
37 πρακτικώτερα
πρακτικόςfit for: neut nom /voc /acc comp pl -
38 πρακτικώτεραι
πρακτικόςfit for: fem nom /voc comp pl -
39 πρακτικώτεροι
πρακτικόςfit for: masc nom /voc comp pl -
40 πρακτικώτερος
πρακτικόςfit for: masc nom comp sg
См. также в других словарях:
πρακτικός — πρακτικός, ή, ό και πραχτικός, ή, ό 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην πράξη, στην πείρα, στην εφαρμογή: Πρακτικές οδηγίες. 2. εύκολος, κατάλληλος, άνετος: Πρακτική λύση. – Πρακτικά ρούχα. 3. αυτός που έχει γνώσεις από πείρα, έμπειρος:… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
πρακτικός — fit for masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πρακτικός — ἡ, ὁ / πρακτικός, ἡ, όν, ΝΜΑ, και πραχτικός Ν [πρακτός] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην πράξη, στην πείρα, εμπειρικός (α. «πρακτική αριθμητική» β. «πρακτικές γνώσεις» γ. «πρακτική λύση» δ. «πρακτικός βίος» ενεργητικός βίος, Αριστοτ. ε.… … Dictionary of Greek
πρακτικά — πρακτικός fit for neut nom/voc/acc pl πρακτικά̱ , πρακτικός fit for fem nom/voc/acc dual πρακτικά̱ , πρακτικός fit for fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πρακτικώτερον — πρακτικός fit for adverbial comp πρακτικός fit for masc acc comp sg πρακτικός fit for neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πρακτικωτάτων — πρακτικός fit for fem gen superl pl πρακτικός fit for masc/neut gen superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πρακτικωτέρων — πρακτικός fit for fem gen comp pl πρακτικός fit for masc/neut gen comp pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πρακτικῶν — πρακτικός fit for fem gen pl πρακτικός fit for masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πρακτικόν — πρακτικός fit for masc acc sg πρακτικός fit for neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πρακτικώτατα — πρακτικός fit for adverbial superl πρακτικός fit for neut nom/voc/acc superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πρακτικώτατον — πρακτικός fit for masc acc superl sg πρακτικός fit for neut nom/voc/acc superl sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)