-
1 πραγματευομαι
ион. πρηγμᾰτεύομαι (aor. ἐπραγματευσάμην и ἐπραγματεύθην)1) заботиться, заниматься, хлопотать2) трудиться, работать, проводить в труде(τέν νύκτα Xen.; τὸν βίον ἅπαντα Arst.)
3) прилагать усилия, старатьсяπ. τινας συνεθίσαι ζῆν τέν χώραν φυτεύοντας Plut. — стараться приучить кого-л. к земледелию
4) вести торговлю, торговать(ἐν τῇ Ἑλλάδι Plut.)
5) зарабатывать, извлекать доходы(ἀπὸ ἐμπορίας καὴ δανεισμῶν Plut.)
6) предпринимать(τὸν δεύτερον πλοῦν Plat.)
7) исследовать или описывать(τοὺς πολέμους καὴ τὰς πράξεις Polyb.; περὴ φύσεως πάντα Arst.)
οἱ πραγματευόμενοι Polyb. — исследователи, историки8) сочинять, составлять(τὰ ποιήματα Plat.)
-
2 πραγματεύομαι
πραγματεύομαι, ion. πρηγματεύομαι, depon. med., doch findet sich auch der aor. pass. πρηγματευϑῆναι in derselben actioen Bdtg, Her. 2, 87, wie Strab. 12, 3, 11; – eine Sache, ein Geschäft treiben, beschäftigt sein, sich womit abgeben, Etwas treiben; πάντα ταῠτα, Plat. Prot. 361 d; περί τι, Theaet. 187 a; περὶ σωφροσύνης, Rep. IV, 430 d, u. öfter; das pers. auch in passiver Bdtg, Parm. 129 e; ἃ ποιήματά μοι ἐδόκει μάλιστα πεπραγματεῠσϑαι αὐτοῖς, Apol. 22 b; πραγματεύεσϑαι τὴν νύκτα, die Nacht durch arbeiten, Xen. Cyr. 2, 4, 26; Dem. u. Folgde; συντάξεις πραγματεύεσϑαι, Geschichte schreiben, Pol. 12, 27, 7. τοὺς πολέμους καὶ τὰς πράξεις, 4, 4, 3; auch absolut in dieser Bdtg, 1, 4, 3; später bes. Geld- u. Handelsgeschäfte machen, Plut. Sull. 17; πρ. ἀπὸ ἐμπορίας καὶ δανεισμῶν, Cat. min. 59.
-
3 πραγματεύομαι
πραγματεύομαι предпринимать, вести дела -
4 πραγματεύομαι
πραγματεύομαι, eine Sache, ein Geschäft treiben, beschäftigt sein, sich womit abgeben, etwas treiben; πραγματεύεσϑαι τὴν νύκτα, die Nacht durch arbeiten; συντάξεις πραγματεύεσϑαι, Geschichte schreiben; bes. Geld- u. Handelsgeschäfte machen -
5 πραγματεύομαι
πραγματεύομαι (πρᾶγμα) mid. dep.; 1 aor. ἐπραγματευσάμην (Hdt.+; ins, pap, LXX, Philo; Jos., Bell. 2, 594, Ant. 4, 149; 16, 180 al.) ‘conduct / be engaged in a business’ (so Plut., Sull. 462 [17, 2], Cato Min. 788 [59, 3]; PEdg 32 [=Sb 6738], 11 [255 B.C.]; UPZ 106, 5 [99 B.C.]; BGU 246, 8; PLond V, 1674, 84; 1855, 3; Philo, In Flacc. 57), do business, trade Lk 19:13.—B. 819. DELG s.v. πράσσω. M-M. Spicq.Ελληνικά-Αγγλικά παλαιοχριστιανική Λογοτεχνία > πραγματεύομαι
-
6 πραγματεύομαι
μετ., αμετ. рассматривать, анализировать;τό πολιτικό ζήτημα — или πραγματεύομαι περί τού πολιτικού ζητήματος — рассматривать политический вопрос -
7 πραγματεύομαι
πρᾱγματεύομαι, πραγματεύομαιbusy oneself: pres ind mp 1st sg -
8 πραγματεύομαι
Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > πραγματεύομαι
-
9 πραγματεύομαι
Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > πραγματεύομαι
-
10 πραγματεύομαι
пустить в оборот, извлекать доход, вести торговлю.Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > πραγματεύομαι
-
11 πραγματεύομαι
[прагматэвомэ] ρ трактовать, рассуждать о чем-либо, торговать. -
12 πραγματεύομαι
πραγμᾰτ-εύομαι, [dialect] Ion. [pref] πρηγμ-, [tense] aor. ἐπραγματευσάμην, [dialect] Ion. ἐπρηγμ-, Hp.Epid.6.8.32, X.Oec.10.9, etc.; also ἐπραγματεύθην, [dialect] Ion. ἐπρηγμ-, Hdt.2.87, Isoc.12.249: [tense] pf.Aπεπραγμάτευμαι Id.11.1
, Pl.Phd. 99d, 100b, al.; also in pass. sense, v. infr.:—busy oneself, take trouble, ἀπέδωκαν τὸν νεκρὸν οὐδὲν ἔτι πρηγματευθέντες Hdt.l.c., cf.Pl.Cra. 437c;π. περὶ σωφροσύνης Id.R. 430d
, cf. Cra. 425c;περὶ τὰ ὄντα Id.Tht. 187a
, cf. X. Mem.4.2.7, Arist.EN 1102a22, etc.; πολλὰ ἐπί τινι π. work at at thing, labour to bring it about, X.Mem.1.3.15; ; πραγματεύονται ὅπως ἄρξουσι exert themselves to.., X.Lac.14.5:abs., Thphr. HP4.4.1; μηδὲν πραγματεύου do not worry, Id.Char.18.9: c.inf., exert oneself to.., Plu.Them.19.2 to be engaged in business, spend one's time in business, ὅληντὴννύκτα all nightlong, X.Cyr.2.4.26;π.καὶ κακοπαθεῖν τὸν βίον ἅπαντα Arist.EN 1176b29
, cf. 1122a9; simply, conduct a business, PCair.Zen.199.11 (iii B. C.); transact business, of clerks, ib. 647.11 (iii B. C.); π. ἀπὸ ἐμπορίας καὶ δανεισμῶν make money by trade and loans, Plu.Cat.Mi.50, cf.Sull.17, etc.; οἱ πραγματευόμενοι, = Lat. negotiatores, OGI532.6 ([place name] Galatia), cf. SIG797.10 (Assus, i A.D.): c.acc., π. τὸ συνηγορικὸν καὶ (τὸ) ἐπιδέκατον, of a tax-farmer, Ostr. 1537 (ii B. C.), PLeid.Fin Ostr.i p.302;τὴν ὑϊκὴν π. PSI4.384.2
(iii B. C.); generally, of officials, to be employed in public affairs, PGnom.174 (ii A. D.), etc.II c. acc. rei, take in hand, treat laboriously, be engaged in, Pl.Prt. 361d, Hp.Ma. 304c, D.18.26, etc.; undertake,τὸν δεύτερον πλοῦν Pl.Phd. 99d
.2 of authors, elaborate a work, Ar.Nu. 526; of a science, work out,ἃ θέλει Archyt.4
; treat of,περὶ φύσεως πάντα Arist.Metaph. 989b33
, cf. Epicur.Nat.15.34;περί τινος Arist.Ph. 193b31
; , Phld.Mus.p.96K., al.; τοιαύτην οὐκ ἐπραγματεύθησαν ἀκριβολογίαν περὶ τὰς φλέβας did not use such precision in treating of.., Arist.HA 513a9.3 of historians, treat systematically,τὰς πράξεις Plb.1.4.3
: abs., systematic historians,Id.
5.33.5, etc.4 simply, write, treat,ποιητὴς ὢν πεπραγμάτευται περὶ τὸ ἱερόν IG11(4).544.5
(Delos, iii B. C.); τὰ πεπραγματευμένα ὑπ' αὐτῶ his works, composilions, SIG721.8 (Crete, ii/i B. C.), cf. 702.5 (Delph., ii B. C.).III [voice] Pass., mostly [tense] pf. πεπραγμάτευμαι, to be laboured at, elaborated, Pl.Ap. 22b, Prm. 129e; δόρυ ὡσαύτως -ευμένον X Eq.8.10;αἱ εἰς τὸν παῖδα -ευμέναι μεταφοραί Aeschin.1.167
; also [tense] pres., Arist.EE 1215a30.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πραγματεύομαι
-
13 συμ-πραγματεύομαι
συμ-πραγματεύομαι, dep. med., zugleich womit beschäftigt sein, Plut. Lyc. 5, öfter.
-
14 κατα-πρᾱγματεύομαι
-
15 δια-πραγματεύομαι
δια-πραγματεύομαι, 1) genau durchforschen, untersuchen, Plat. Phaed. 77 d 95 e. – 2) unternehmen, Dion. Hal. 3, 72.
-
16 ἀπο-πραγματεύομαι
ἀπο-πραγματεύομαι, zu handeln aufhören, Cosmas Ind.
-
17 πρηγματευθέντες
πραγματεύομαιbusy oneself: aor part mp masc nom /voc plπρηγματεύομαιaor part mp masc nom /voc pl -
18 πρηγματευσάμενοι
πραγματεύομαιbusy oneself: aor part mp masc nom /voc plπρηγματεύομαιaor part mp masc nom /voc pl -
19 πεπραγματευμένα
πεπρᾱγματευμένα, πραγματεύομαιbusy oneself: perf part mp neut nom /voc /acc plπεπρᾱγματευμένᾱ, πραγματεύομαιbusy oneself: perf part mp fem nom /voc /acc dualπεπρᾱγματευμένᾱ, πραγματεύομαιbusy oneself: perf part mp fem nom /voc sg (doric aeolic) -
20 πραγματεύεσθε
πρᾱγματεύεσθε, πραγματεύομαιbusy oneself: pres imperat mp 2nd plπρᾱγματεύεσθε, πραγματεύομαιbusy oneself: pres ind mp 2nd plπρᾱγματεύεσθε, πραγματεύομαιbusy oneself: imperf ind mp 2nd pl (homeric ionic)
См. также в других словарях:
πραγματεύομαι — πραγματεύομαι, πραγματεύτηκα και πραγματεύθηκα βλ. πίν. 20 Σημειώσεις: πραγματεύομαι : δες σημείωση διαπραγματεύομαι … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
πραγματεύομαι — ΝΜΑ, και ιων. τ. πρηγ ματεύομαι, Α [πράγμα, ατος] 1. ασχολούμαι με κάτι 2. διαπραγματεύομαι (α. «νουθετώντας να τά πραγματευθούν με φρονιμάδα» Αραθ. Μυθ. β. «εἶπε πρὸς αὐτούς πραγματεύσασθαι ἐν ᾦ ἔρχομαι», ΚΔ) νεοελλ. εξετάζω ένα θέμα προσεχτικά … Dictionary of Greek
πραγματεύομαι — πραγματεύτηκα 1. ασχολούμαι με κάτι. 2. αναπτύσσω κάποιο θέμα μελετώντας το σε βάθος: Πραγματεύομαι τα θέματα της αγροτικής οικονομίας στα πλαίσια της Eυρωπαϊκής Ένωσης … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
πραγματεύομαι — πρᾱγματεύομαι , πραγματεύομαι busy oneself pres ind mp 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πρηγματευθέντες — πραγματεύομαι busy oneself aor part mp masc nom/voc pl πρηγματεύομαι aor part mp masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πρηγματευσάμενοι — πραγματεύομαι busy oneself aor part mp masc nom/voc pl πρηγματεύομαι aor part mp masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πεπραγματευμένα — πεπρᾱγματευμένα , πραγματεύομαι busy oneself perf part mp neut nom/voc/acc pl πεπρᾱγματευμένᾱ , πραγματεύομαι busy oneself perf part mp fem nom/voc/acc dual πεπρᾱγματευμένᾱ , πραγματεύομαι busy oneself perf part mp fem nom/voc sg (doric… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πραγματεύεσθε — πρᾱγματεύεσθε , πραγματεύομαι busy oneself pres imperat mp 2nd pl πρᾱγματεύεσθε , πραγματεύομαι busy oneself pres ind mp 2nd pl πρᾱγματεύεσθε , πραγματεύομαι busy oneself imperf ind mp 2nd pl (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατατεχνολογώ — κατατεχνολογῶ, έω (Α) πραγματεύομαι, περιγράφω, εξηγώ κάτι σχολαστικά. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + τεχνο λογῶ «πραγματεύομαι συστηματικά»] … Dictionary of Greek
ՎԱՃԱՌԱՇԱՀ — ( ) NBH 2 0775 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 10c, 11c ա. εὕπορος opulentus. եւ բայիւ εὑπορέω, πραγματεύομαι abundo, negotior. Շահավաճառ. շահեցօղ. օգտաշահ. *Որ բնակեալդ ես ʼի մուտս ծովուդ վաճառաշահ ազգաց ʼի կղզեաց բազմաց.… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)
πεπραγματευμένας — πεπρᾱγματευμένᾱς , πραγματεύομαι busy oneself perf part mp fem acc pl πεπρᾱγματευμένᾱς , πραγματεύομαι busy oneself perf part mp fem gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)