-
1 πραγματευομαι
ион. πρηγμᾰτεύομαι (aor. ἐπραγματευσάμην и ἐπραγματεύθην)1) заботиться, заниматься, хлопотать2) трудиться, работать, проводить в труде(τέν νύκτα Xen.; τὸν βίον ἅπαντα Arst.)
3) прилагать усилия, старатьсяπ. τινας συνεθίσαι ζῆν τέν χώραν φυτεύοντας Plut. — стараться приучить кого-л. к земледелию
4) вести торговлю, торговать(ἐν τῇ Ἑλλάδι Plut.)
5) зарабатывать, извлекать доходы(ἀπὸ ἐμπορίας καὴ δανεισμῶν Plut.)
6) предпринимать(τὸν δεύτερον πλοῦν Plat.)
7) исследовать или описывать(τοὺς πολέμους καὴ τὰς πράξεις Polyb.; περὴ φύσεως πάντα Arst.)
οἱ πραγματευόμενοι Polyb. — исследователи, историки8) сочинять, составлять(τὰ ποιήματα Plat.)
-
2 πραγματεύομαι
πραγματεύομαι предпринимать, вести дела -
3 πραγματεύομαι
μετ., αμετ. рассматривать, анализировать;τό πολιτικό ζήτημα — или πραγματεύομαι περί τού πολιτικού ζητήματος — рассматривать политический вопрос -
4 πραγματεύομαι
Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > πραγματεύομαι
-
5 πραγματεύομαι
Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > πραγματεύομαι
-
6 πραγματεύομαι
пустить в оборот, извлекать доход, вести торговлю.Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > πραγματεύομαι
-
7 πραγματεύομαι
[прагматэвомэ] ρ трактовать, рассуждать о чем-либо, торговать. -
8 διαπραγματευομαι
1) тщательно разбирать, исследовать(τὸν λόγον, τέν αἰτίαν Plat.)
2) зарабатывать, наживать(τι NT.)
-
9 συμπραγματευομαι
совместно делать, помогать, сотрудничатьσ. τὰ περὴ τοὺς νόμους Plut. — участвовать в законодательстве;
σ. τινι Plut. — заниматься делами с кем-л., быть чьим-л. компаньоном -
10 4231
Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > 4231
См. также в других словарях:
πραγματεύομαι — πραγματεύομαι, πραγματεύτηκα και πραγματεύθηκα βλ. πίν. 20 Σημειώσεις: πραγματεύομαι : δες σημείωση διαπραγματεύομαι … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
πραγματεύομαι — ΝΜΑ, και ιων. τ. πρηγ ματεύομαι, Α [πράγμα, ατος] 1. ασχολούμαι με κάτι 2. διαπραγματεύομαι (α. «νουθετώντας να τά πραγματευθούν με φρονιμάδα» Αραθ. Μυθ. β. «εἶπε πρὸς αὐτούς πραγματεύσασθαι ἐν ᾦ ἔρχομαι», ΚΔ) νεοελλ. εξετάζω ένα θέμα προσεχτικά … Dictionary of Greek
πραγματεύομαι — πραγματεύτηκα 1. ασχολούμαι με κάτι. 2. αναπτύσσω κάποιο θέμα μελετώντας το σε βάθος: Πραγματεύομαι τα θέματα της αγροτικής οικονομίας στα πλαίσια της Eυρωπαϊκής Ένωσης … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
πραγματεύομαι — πρᾱγματεύομαι , πραγματεύομαι busy oneself pres ind mp 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πρηγματευθέντες — πραγματεύομαι busy oneself aor part mp masc nom/voc pl πρηγματεύομαι aor part mp masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πρηγματευσάμενοι — πραγματεύομαι busy oneself aor part mp masc nom/voc pl πρηγματεύομαι aor part mp masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πεπραγματευμένα — πεπρᾱγματευμένα , πραγματεύομαι busy oneself perf part mp neut nom/voc/acc pl πεπρᾱγματευμένᾱ , πραγματεύομαι busy oneself perf part mp fem nom/voc/acc dual πεπρᾱγματευμένᾱ , πραγματεύομαι busy oneself perf part mp fem nom/voc sg (doric… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πραγματεύεσθε — πρᾱγματεύεσθε , πραγματεύομαι busy oneself pres imperat mp 2nd pl πρᾱγματεύεσθε , πραγματεύομαι busy oneself pres ind mp 2nd pl πρᾱγματεύεσθε , πραγματεύομαι busy oneself imperf ind mp 2nd pl (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατατεχνολογώ — κατατεχνολογῶ, έω (Α) πραγματεύομαι, περιγράφω, εξηγώ κάτι σχολαστικά. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + τεχνο λογῶ «πραγματεύομαι συστηματικά»] … Dictionary of Greek
ՎԱՃԱՌԱՇԱՀ — ( ) NBH 2 0775 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 10c, 11c ա. εὕπορος opulentus. եւ բայիւ εὑπορέω, πραγματεύομαι abundo, negotior. Շահավաճառ. շահեցօղ. օգտաշահ. *Որ բնակեալդ ես ʼի մուտս ծովուդ վաճառաշահ ազգաց ʼի կղզեաց բազմաց.… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)
πεπραγματευμένας — πεπρᾱγματευμένᾱς , πραγματεύομαι busy oneself perf part mp fem acc pl πεπρᾱγματευμένᾱς , πραγματεύομαι busy oneself perf part mp fem gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)