Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

πολύ-πλους

См. также в других словарях:

  • ταχύπλοος — η, ο / ταχύπλοος, οον, ΝΑ, και συνηρ. τ. ταχύπλους, ουν, Α αυτός που πλέει με μεγάλη ταχύτητα νεοελλ. φρ. «ταχύπλοο μάχης» ναυτ. μικρό και ταχύτατο πολεμικό σκάφος, οπλισμένο με τορπίλες και βαρέα πολυβόλα ή αντιαεροπορικά πυροβόλα μικρού… …   Dictionary of Greek

  • πολύπλους — ουν και πολύπλοος, ον, Α (για λιμάνι) αυτός στον οποίο υπάρχει μεγάλη κίνηση πλοίων. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + πλοῦς / πλόος (< πλέω), πρβλ. ταχύ πλους / ταχύ πλοος] …   Dictionary of Greek

  • πλοίο — Με τον όρο αυτό υποδηλώνεται γενικά κάθε αυτοκινούμενο πλωτό μέσο, που έχει διαστάσεις μεγαλύτερες από της λέμβου και προορίζεται για εμπορικούς (κυρίως μεταφορά εμπορευμάτων και επιβατών), πολεμικούς (επιφανειακές και υποβρύχιες πολεμικές… …   Dictionary of Greek

  • πλέω — ΝΜΑ, και επικ. τ. πλείω, Α 1. (για σκάφος) κινούμαι στην επιφάνεια θάλασσας, λίμνης, ποταμού, ταξιδεύω (α. «το πλοίο έπλεε κανονικά όταν σημειώθηκε η έκρηξη» β. «Ἑλλήσποντον ἐπ ἰχθυόεντα πλεούσας νῆας ἐμάς», Ομ. Ιλ.) 2. ταξιδεύω, μετακινούμαι από …   Dictionary of Greek

  • Κόρινθος — Πόλη (υψόμ. 10 μ., 29.787 κάτ.) και πρωτεύουσα του νομού Κορινθίας. Βρίσκεται στον μυχό του Κορινθιακού κόλπου, στην εθνική οδό Αθηνών Πατρών, σε απόσταση 84 χλμ. από την Αθήνα. Αποτελεί έδρα του δήμου Κορινθίων. Ιδρύθηκε το 1858, όταν… …   Dictionary of Greek

  • βελούδο — Ύφασμα χνουδωτό το οποίο χρησιμοποιείται ευρύτατα στην κατασκευή ενδυμάτων, στην επίστρωση επίπλων και γενικά στη διακόσμηση εσωτερικών χώρων. Αποτελείται από δύο στοιχεία: το ύφασμα της βάσης και το χνούδι. Το β. μπορεί να παραχθεί από νήματα… …   Dictionary of Greek

  • Α α — (άλφα) το πρώτο γράμμα τού ελληνικού αλφαβήτου. Το α ως πρόθεμα 1. στερητικό δηλώνει έλλειψη, στέρηση και γενικά το αντίθετο από ό,τι δηλώνει το β συνθετικό. Εμφανίζεται με τις εξής μορφές: α / ἀ αρχ. νεοελλ. προ συμφώνου, π.χ. ά γνωστος, ά κακος …   Dictionary of Greek

  • SYRTES — mate vadosum et scupulosum Africae inter Byzacenam ad occasum et Cyrenaicam ad ortum longe lateque diffusum; vulpg le Secche di Barbaria, et Baxos di Barbr ia Hispanis, mare Syrticum apud Senecam. In magnam et parvam dividitur. Magna, sinus est… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • οξύπλους — ουν και οος, οο (για πλοίο) 1. αυτός που πλέει με μεγάλη ταχύτητα, ταχύπλοος 2. αυτός που πλέει με γωνία όσο το δυνατόν πιο οξεία προς την κατεύθυνση τού ανέμου 3. το ουδ. ως ουσ. το οξύπλουν ταχύπλοο ιστιοφόρο πλοίο, ιδίως το πλοίο που μπορεί να …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»