-
1 πολύ-πλοος
πολύ-πλοος, zsgz. πολύπλους, viel schiffend oder beschifft, Menand. rhet.
-
2 πολύπλοος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πολύπλοος
-
3 πολύπλοος
См. также в других словарях:
ταχύπλοος — η, ο / ταχύπλοος, οον, ΝΑ, και συνηρ. τ. ταχύπλους, ουν, Α αυτός που πλέει με μεγάλη ταχύτητα νεοελλ. φρ. «ταχύπλοο μάχης» ναυτ. μικρό και ταχύτατο πολεμικό σκάφος, οπλισμένο με τορπίλες και βαρέα πολυβόλα ή αντιαεροπορικά πυροβόλα μικρού… … Dictionary of Greek
полиплоиди́я — и, ж. биол. Кратное увеличение числа хромосом в клетке. Экспериментальная полиплоидия. Полиплоидия в растительном мире. [От греч. πολυπλοος многократный и ε’ι̃δος вид] … Малый академический словарь
πλοίο — Με τον όρο αυτό υποδηλώνεται γενικά κάθε αυτοκινούμενο πλωτό μέσο, που έχει διαστάσεις μεγαλύτερες από της λέμβου και προορίζεται για εμπορικούς (κυρίως μεταφορά εμπορευμάτων και επιβατών), πολεμικούς (επιφανειακές και υποβρύχιες πολεμικές… … Dictionary of Greek
πολύπλους — ουν και πολύπλοος, ον, Α (για λιμάνι) αυτός στον οποίο υπάρχει μεγάλη κίνηση πλοίων. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + πλοῦς / πλόος (< πλέω), πρβλ. ταχύ πλους / ταχύ πλοος] … Dictionary of Greek
οξύπλους — ουν και οος, οο (για πλοίο) 1. αυτός που πλέει με μεγάλη ταχύτητα, ταχύπλοος 2. αυτός που πλέει με γωνία όσο το δυνατόν πιο οξεία προς την κατεύθυνση τού ανέμου 3. το ουδ. ως ουσ. το οξύπλουν ταχύπλοο ιστιοφόρο πλοίο, ιδίως το πλοίο που μπορεί να … Dictionary of Greek