Перевод: со всех языков на немецкий

с немецкого на все языки

πολύφρων

См. также в других словарях:

  • Πολύφρων — ingenious masc nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πολύφρων — ingenious masc/fem nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πολύφρων — Αδελφός του τύραννου των Φερών Ιάσονα. Το 369 π.Χ. εκθρόνισε τον αδελφό του Πολύδωρο από την Ταγεία της Θεσσαλίας και την τυραννία των Φερών και έγινε ο ίδιος τύραννος. Κατόπιν, έδιωξε τους ευγενείς από τη Λάρισα και ορισμένους από αυτούς… …   Dictionary of Greek

  • πολύφρον — πολύφρων ingenious masc/fem voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Πολύφρονα — Πολύφρων ingenious masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πολύφρονα — πολύφρων ingenious masc/fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Πολύφρονας — Πολύφρων ingenious masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πολύφρονας — πολύφρων ingenious masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Πολύφρονος — Πολύφρων ingenious masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πολύφρονος — πολύφρων ingenious masc/fem gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πολυ- — Α το, Ν άκλ. (βιοχ.) πολυριβονουκλεοτίδιο που αποτελείται εξ ολοκλήρου από αδενυλικά υπολείμματα. ΝΜΑ α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που ανάγεται στο επιθ. πολύς και δηλώνει ότι το β συνθετικό γίνεται πολλές φορές,… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»