Перевод: со всех языков на немецкий

с немецкого на все языки

περίφρων

См. также в других словарях:

  • περίφρων — very thoughtful masc/fem nom/voc sg περίφρων very thoughtful masc/fem voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Περίφρων — very thoughtful masc nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περίφρων — ο, η, ΜΑ συνετός, φρόνιμος αρχ. 1. δόλιος, πανούργος 2. αυτός που περιφρονεί κάτι («περίφρονες τῶν παθῶν», ΠΔ). [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + φρων (< φρήν, φρενός), πρβλ. παρά φρων] …   Dictionary of Greek

  • περίφρον — περίφρων very thoughtful masc/fem voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Περίφρονα — Περίφρων very thoughtful masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περίφρονα — περίφρων very thoughtful masc/fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Περίφρονας — Περίφρων very thoughtful masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περίφρονας — περίφρων very thoughtful masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Περίφρονες — Περίφρων very thoughtful masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περίφρονες — περίφρων very thoughtful masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Περίφρονι — Περίφρων very thoughtful masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»