Перевод: со всех языков на немецкий

с немецкого на все языки

δαΐ-φρων

См. также в других словарях:

  • ηδύφρων — ἡδύφρων, όνος, ὁ (Μ) αυτός που φρονεί καλά, ευνοϊκός, ευμενής. [ΕΤΥΜΟΛ. < ηδυ * + φρων (< φρην), πρβλ. ά φρων, δαΐ φρων] …   Dictionary of Greek

  • dens-1 —     dens 1     English meaning: talent, force of mind; to learn     Deutsche Übersetzung: “hohe Geisteskraft, weiser Ratschluß”; verbal: “lehren, lernen”     Material: densos n.: O.Ind. dáṁsas n. “powerful wonder, wise feat” = Av. daŋhah “… …   Proto-Indo-European etymological dictionary

  • δαΐφρων — (I) δαΐφρων ( ονος), ον (Α) 1. (ως επίθ. πολεμιστών) ο εμπειροπόλεμος, όποιος έχει πείρα και δεξιότητα στα πολεμικά 2. (για ιδιότητες ή καταστάσεις) αυτός που έχει ή προκαλεί γενναίο και υπερήφανο φρόνημα. [ΕΤΥΜΟΛ. Από τον Όμηρο ήδη μαρτυρούνται… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»