-
1 πολυφρων
-
2 Πολυφρων
- ονος ὅ Полифрон (брат Ясона и Полидора, жестокий тиранн г. Феры - Φεραι - в Фессалии в 370-369 гг. до н.э.) Xen. -
3 Ηφαιστος
дор. Ἅφαιστος, эол. Ἄφαιστος (ᾱ) ὅ1) Гефест (лат. Vulcanus, сын Зевса и Геры, бог огня - φλὸξ Ἡφαίστοιο Hom. - и кузнечного мастерства; его эпитеты у Hom.: κλυτοτέχνης «прославленный мастер», κλυτοέργος «славный работник», χαλκεύς «медник», περικλυτός «знаменитый (своим искусством)», πολύφρων и πολύμητις «замечательно искусный»; он хотя и ἀμφιγῠήεις «с могучими руками», но χωλός и κυλλοποδίων «хромоногий», а потому ἠπεδανός «слабый»; его жена - Харита в Илиаде, но Афродита в Одиссее; на Олимпе он имеет свою мастерскую и служит также виночерпием Зевса; на земле его излюбленное местопребывание - о-в Лемнос с вулканом Μόσυχλος)2) перен. пламя, огоньσπλάγχνα ἀμπείραντες ὑπείρεχον Ἡφαίστοιο Hom. — нанизанные (на вертела) внутренности (ахейцы) держали над огнем;
πρὴν στεφάνωμα πύργων Ἥφαιστον ἑλεῖν Soph. — прежде чем пламя охватило верхушки башен -
4 Οδυσσευς
- έως, эп. тж. Ὀδυσήϊος или Ὀδῠσεύς - ῆος ὅ (лат. Ulixes) Одиссей (сын Лаэрта и Антиклеи, царь кефалленов на Итаке и окрестных о-вах, муж Пенелопы, отец Телемаха, один из главных участников похода греков на Трою; его эпитеты у Hom.: πολύμητις «многоумный», πολυμήχανος «изобретательный», πολύτροπος «многоопытный», ποικιλομήτης «изворотливый», πολύφρων «весьма рассудительный», πολύτλας «многострадальный», τλήμων «терпеливый», πολίπορθος «разрушитель городов», πολύαινος «многославный», ἀντίθεος «богоравный» и др.)
См. также в других словарях:
Πολύφρων — ingenious masc nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολύφρων — ingenious masc/fem nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολύφρων — Αδελφός του τύραννου των Φερών Ιάσονα. Το 369 π.Χ. εκθρόνισε τον αδελφό του Πολύδωρο από την Ταγεία της Θεσσαλίας και την τυραννία των Φερών και έγινε ο ίδιος τύραννος. Κατόπιν, έδιωξε τους ευγενείς από τη Λάρισα και ορισμένους από αυτούς… … Dictionary of Greek
πολύφρον — πολύφρων ingenious masc/fem voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Πολύφρονα — Πολύφρων ingenious masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολύφρονα — πολύφρων ingenious masc/fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Πολύφρονας — Πολύφρων ingenious masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολύφρονας — πολύφρων ingenious masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Πολύφρονος — Πολύφρων ingenious masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολύφρονος — πολύφρων ingenious masc/fem gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολυ- — Α το, Ν άκλ. (βιοχ.) πολυριβονουκλεοτίδιο που αποτελείται εξ ολοκλήρου από αδενυλικά υπολείμματα. ΝΜΑ α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που ανάγεται στο επιθ. πολύς και δηλώνει ότι το β συνθετικό γίνεται πολλές φορές,… … Dictionary of Greek