-
1 πολιτισμός
πολιτισμόςadministration of public affairs: masc nom sg -
2 πολιτισμός
πολῑτ-ισμός, ὁ,A administration of public affairs, D.L.4.39.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πολιτισμός
-
3 πολιτισμός
1) civilisation2) cultureΕλληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > πολιτισμός
-
4 πολιτισμόν
πολιτισμόςadministration of public affairs: masc acc sg -
5 πόλις
Grammatical information: f.Meaning: `citadel, fort, city, city community, state' (Il.; on the meaning in Hom. Hoffmann Festschr. Snell 153ff.).Dialectal forms: Myc. potorijo has been interpreted as *Πτολίων.Compounds: As 1. member e.g. in πτολί-πορθος (- πόρθιος, - πόρθης) `sacking cities, destroyer of cities' (ep. Il.); enlarged in IA. πολιοῦχος (from - ιο-ουχ.); Dor. πολι-ά̄-οχος, - ιᾶχος, ep. πολι-ή-οχος `ruling a city, city protector'; in A. also the unexplained πολισσο- in πολισσοῦχος, πολισσο-νομέω. Very often as 2. member, e.g. ἀκρο-πολις = πόλις ἄκρη `upper town, citadel' (Od.); on this and on the other compp. Risch IF 59, 261 ff.Derivatives: 1. expressive enlargement πτολί-εθρον n. (ep. Il.); cf. μέλαθρον, θέμεθλα, ἔδεθλον (Schwyzer 533). 2. Diminut. πολίχνη f., often as PlN (IA.) with - ίχνιον (Att.); πολίδιον (ῑ̆) n. (Str.). 3. Πολιεύς (- ηύς) m. `city guardian' (Thera before Va, Arist., hell.; Bosshardt 60); f. Πολιάς (IA., Arg.). 4. πολίτης (ῑ; ep., Sapph., Att.), πολι-ά̄-τας, - ή-της (Dor. Aeol., Β 806, Ion.; after οἰκιά-τας, - ιή-της a.o.) m. `citizen, townsman', f. - ῖτις (S., E., Pl.); from this πολιτ-ικός `civic, political' (Hdt. 7, 103, Att.; Chantraine Études 123); - εύομαι, - εύω `to be citizen, to take part in state affairs' (Att. etc.; πολιατεύω Gortyn) with - εία, Ion. - ηίη, - ευμα (Hdt., Att.; on the meaning Wilhelm Glotta 14, 78ff., 83f., Papazoglou REGr. 72, 100ff. resp. Ruppel Phil. 82, 268ff., Engers Mnem. 54, 154ff.); also πολιτισμός `administration' (D. L.; - ισμός analog., Chantraine Form. 143). 5. Denominat. πολίζω, aor. - ίσ(σ)αι, rare a. late with ἐν-, συν- a.o., `to found (a city), to cultivate a place by founding a city' (ep. Ion., X.) with πόλ-ισμα `foundation (of a city)' (Ion. poet., Th.; Chantraine Form. 189), - ισμάτιον (hell.), - ισμός `foundation of a city' (D. H., Lyd.), - ιστής `founder of a city' (Poll. 9, 6; rejected).Etymology: The byform πτόλις (also Arc. Πτόλις, name of the castle in Mantinea; Thess. οἱ ττολίαρχοι w. assim.) is not convincingly explained. Hypotheses w. further details in Schwyzer 325 (w. lit.); further Kretschmer Glotta 22, 206, Deroy Ant. class. 23, 305ff., Merlingen Μνήμης χάριν 2, 57, Ruijgh L'élém. ach. 75ff., 112 n. 4 (cf. also on πτόλεμος). To be rejected the identification of πόλις from *pu̯olis with Arm. k'alak` `town' (Winter Lang. 31,8).-- Old word for `castle, refugecastle', except in Greek further only in the east attested (cf. Kretschmer Glotta 22, 107, Porzig Gliederung 173): Skt. pū́r f., acc. púr-am, Lith. pilìs f. Both the Skt. and the Lith. word show zero grade, which has also been considered possible for πόλις (Schwyzer 344); the i-stem in πόλ-ις and pil-ìs is secondary enlargement. Thee repeated proposals, to connect this very ancient word for `citadel' with the verb for `fill' ( πίμπλημι; since Pott) or for `dump' (Lith. pìlti; Fick; lastly Fraenkel Zeitschr. slav. Phil. 6, 91), has as unproven hypothesis not much interest. -- WP. 2, 51, Pok. 799, Mayrhofer and Fraenkel s. vv. w. further details a. lit.Page in Frisk: 2,576-577Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > πόλις
См. также в других словарях:
πολιτισμός — administration of public affairs masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολιτισμός — Με το γενικό όρο «πολιτισμός» στη γλώσσα μας υποδηλώνονται δύο έννοιες, για τις οποίες οι άλλες ευρωπαϊκές γλώσσες διαθέτουν ξεχωριστούς όρους:civilisationκαι culture. Αλλά κι εκεί, παρότι οι όροι είναι διαχωρισμένοι, τα όρια των δύο εννοιών δεν… … Dictionary of Greek
πολιτισμός — ο 1. το σύνολο των δημιουργημάτων του ανθρώπου για την καλυτέρευση της ζωής του. 2. ήμερα ήθη … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ελλαδικός πολιτισμός — Πολιτισμός που άκμασε στην ηπειρωτική Ελλάδα κατά την περίοδο του χαλκού. Η περίοδος αυτή άρχισε περίπου από το 2800 π.Χ. και συνεχίστηκε έως το τέλος της 2ης χιλιετίας π.Χ. Η τελευταία της φάση, η υστεροελλαδική (1580 1100 π.Χ.), ταυτίστηκε με… … Dictionary of Greek
αχελαίος πολιτισμός — Πολιτισμός της παλαιάς λίθινης ή παλαιολιθικής εποχής, που αντιπροσωπεύεται, όπως και στην προηγούμενη αμπεβίλιο ή χελαία βαθμίδα, από ιδιαίτερα εργαλεία από πυρίτιο που λέγονται αμύγδαλα λόγω του αμυγδαλοειδούς σχήματός τους. Τα εργαλεία αυτά,… … Dictionary of Greek
Ρεμεντέλο πολιτισμός — Πολιτισμός της χαλκολιθικής εποχής και της πρώιμης εποχής του ορείχαλκου στη Β. Ιταλία, (τέλος της 3ης και αρχές της 2ης χιλιετίας π.Χ.). Πήρε το όνομά του από τη νεκρόπολη Ρεμεντέλο Σότο, που βρίσκεται στη Λομβαρδία. Στο τέλος του 19ου και αρχές … Dictionary of Greek
Ταρντενουά, πολιτισμός — Πολιτισμός της μεταγενέστερης μεσολιθικής εποχής της 4ης χιλιετίας π.Χ. Πήρε την ονομασία αυτή από τους καταυλισμούς των περιχώρων της γαλλικής πόλης Φερ αν Ταρντενουά. Ο Τ.π. για τον οποίο πρώτος μίλησε το 1896 ο Γ. Μορτιλιέ, διαδόθηκε, εκτός… … Dictionary of Greek
αμπεβίλιος πολιτισμός — (abbevillian). Πολιτισμός της κατώτερης παλαιολιθικής περιόδου, που χαρακτηρίζεται κυρίως από τα αμυγδαλοειδούς σχήματος χονδροειδή λαξευτά εργαλεία. Ονομάστηκε έτσι από τη γαλλική πόλη Αμπεβίλ, γιατί στην ευρύτερη περιοχή της ο μελετητής της… … Dictionary of Greek
Βιλανόβα, πολιτισμός της- — (Villanova). Το 1853 ανακαλύφθηκε στο χωριό Βιλανόβα, κοντά στην πόλη Μπολόνια της βόρειας Ιταλίας, ένας μικρός τάφος, που με την κατασκευή και τα ιδιόμορφα ευρήματά του χαρακτήρισε μια ολόκληρη πολιτιστική περίοδο της αρχαίας Ετρουρίας. Ο… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Λαϊκός πολιτισμός — ΣΥΓΧΡΟΝΟΣ ΛΑΪΚΟΣ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ Λαϊκός πολιτισμός είναι το σύνολο των εκδηλώσεων του βίου του λαού –υλικού και πνευματικού– οι οποίες έχουν χαρακτήρα ομαδικό και τελούνταν κατά παράδοση από τον αγροτικό πληθυσμό και τα κατώτερα κοινωνικά στρώματα των … Dictionary of Greek
Μαγκλεμόσε, πολιτισμός του- — Προϊστορικός πολιτισμός που αναπτύχθηκε στη βόρεια Ευρώπη, μεταξύ της 10ης και της 6ης χιλιετίας π.Χ. Ονομάστηκε έτσι από τον οικισμό Μαγκλεμόσε της μεσολιθικής εποχής, που ανακαλύφθηκε κοντά στη δανέζικη πόλη Μούλερουπ. Από τις αρχαιολογικές… … Dictionary of Greek