-
1 ποιητης
- οῦ, ион. έω ὅ1) мастер, производитель(τῶν μηχανημάτων Xen.; κλίνης Plat.)
2) создатель, творец(ὅ π. καὴ πατέρ τοῦ παντός Plat.)
ὅ π. (νόμων) Plat. — законодатель;ὅ τῆς μάχης π. Plut. — инициатор сражения3) сочинитель, автор, поэт(κωμῳδίας Plat.)
π. λόγων Plat. — оратор4) исполнитель(νόμου NT. - ср. 2)
-
2 ποιητής
{сущ., 6}1. стихотворец, поэт;2. исполнитель.Ссылки: Деян. 17:28; Рим. 2:13; Иак. 1:22, 23, 25; 4:11.*Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > ποιητής
-
3 ποιητής
{сущ., 6}1. стихотворец, поэт;2. исполнитель.Ссылки: Деян. 17:28; Рим. 2:13; Иак. 1:22, 23, 25; 4:11.*Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > ποιητής
-
4 ποιητὴς
деятельποιητήςΕλληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > ποιητὴς
-
5 ποιητής
деятельποιητὴςΕλληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > ποιητής
-
6 ποιητής
ο, ποιήτρ(ι)α η1) поэт, -есса; 2) творец, создатель, -ница -
7 ποιητής
1. стихотворец, поэт; 2. исполнитель.Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > ποιητής
-
8 ποιητής
-
9 ποιητής
[пиитис]ουσ α поэт. -
10 αυστηρος
-
11 γονιμος
21) плодотворный, плодородный, производительный(φύσις Plat.; αἱ καλαὴ ὧραι Arst.)
2) плодовитый(τράγοι Arst.)
3) способный к деторождению4) плодный(ᾠά Arst.)
5) жизнеспособный(ἔμβρυον Arst.)
6) исполненный творческих сил, талантливый(ποιητής Arph.)
7) чреватый, обильный(ἔχθρας γονιμώτατα πάθη Plut.)
νέφος ὕδατος γόνιμον Arst. — дождевое облако8) истинный, настоящий, подлинный(γ. καὴ ἀληθής Plut.)
9) детородныйγονίμη φλέψ Anth. νενβςυν φιςιμε
10) ( по учению пифагорейцев) нечетный(ἀριθμός Plut.)
-
12 δεξιος
31) правый, правосторонний(ὦμος Hom.; χείρ Eur.; κέρας Thuc., Xen.)
; см. тж. δεξιά и δεξιόν2) являющийся с правой стороны, т.е. (по старинной примете) благоприятный, благосклонный , предвещающий успех, сулящий счастье(ὄρνις Hom.; οἰωνοί Aesch.; ἀετός, βροντή Xen.)
3) находящийся в правой руке, ( об оружии) наступательный4) умный, дельный, ловкий; отличный, искусный(νόῳ Pind.; ἔθνος Her.; ἄνδρες Thuc., Plut.; ποιητής Arph.)
λέγειν τι δεξιόν Arph. — сказать нечто остроумное;οἱ δεξιοὴ περὴ τὰς δίκας Plat. — искусные законоведы5) услужливый, благожелательныйδεξιὸν γενέσθαι τινὴ πρὸς ἀργύριον Luc. — деятельно помогать кому-л. деньгами
-
13 διαινω
1) смачивать, увлажнять(χείλεα, sc. οἴνῳ Hom.; med. χρύσεα μαζῶν μῆλα Anth.)
διαίνεσθαι ὄσσε Aesch. — плакать;τὸ βάψαι διῇναι (v. l. μιῇναι) κέκληκεν ὅ ποιητής Plut. — поэт (т.е. Гомер) употребил διῇναι вместо βαψαι2) быть влажным(τὰ θυμιατὰ διαίνει Arst.)
3) оплакивать(δίαινε πῆμα Aesch. - v. l. αἴαζε)
4) med. плакать, рыдать(διαίνεσθε, Πέρσαι Aesch.)
-
14 ευφυης
21) разросшийся(κλάδος Eur.)
2) высокий(πτελέη Hom.)
3) хорошо развитой, мощный(μηροί Hom.)
4) цветущий, полный или красивый(πρόσωπον Eur.)
5) стройный, изящный(χορείας βάσις Arph.)
6) (тж. τῇ φύσει εὐ. Arst.) одаренный от природы хорошими качествами, хорошей породы(ἵπποι Xen.; κύνες Arst.)
7) одаренный, способный, даровитый(ποιητής Plut.; πρός τι Plat., Isocr., Plut., εἴς τι Plat. и ποιεῖν τι Aeschin.)
οἱ ευφυεῖς τὰ σώματα καὴ τὰς ψυχάς Plat. — одаренные в физическом и духовном отношениях8) благоприятный, удобный, пригодный(καιρὸς εὐ. πρός τι Arst., Polyb.; τόπος εὐ. παρατάξαι φάλαγγα Plut.)
-
15 καινοποιητης
-
16 κωμωδοποιητης
-
17 μιμητικος
-
18 μυθολογος
I2мифический, сказочный(ᾠδαί Plat.)
IIὅ рассказчик мифов, сказочник, мифолог(μ. καὴ ποιητής Plat.)
-
19 φιλοποιητης
-
20 άφταστος
- 1
- 2
См. также в других словарях:
ποιητής — maker masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ποιητής — ο, θηλ. ποιήτρια, ΝΜΑ, και θηλ. ποιητρίς, ίδος, Α [ποιώ] 1. ο δημιουργός ποιημάτων, αυτός που εκφράζει τα βιώματά του σε έμμετρο λόγο, με φροντισμένη γλωσσική έκφραση 2. ο δημιουργός τού κόσμου, ο θεός, ο πλάστης (α. «Πιστεύω εις ένα Θεόν...… … Dictionary of Greek
ποιητής — ο θηλ. ήτρια 1. ο δημιουργός, ο κατασκευαστής: Ο ποιητής του κόσμου, ο Θεός. 2. ο λογοτέχνης που συνθέτει έμμετρα έργα, ποιήματα: Νεοέλληνες ποιητές … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ποιητῆς — ποιητός made fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Σκίπης, Σωτήρης — Ποιητής (1881 1952). Γεννήθηκε στην Αθήνα αλλά τα παιδικά του χρόνια τα πέρασε στη Λάρισα. Το 1897 ήρθε στην Αθήνα, όπου σε ηλικία 20 ετών κυκλοφόρησε την πρώτη του ποιητική συλλογή. Το 1904 διεύθυνε μαζί με τον Αρ. Καμπάνη το περιοδικό Ακρίτας.… … Dictionary of Greek
Πολύμνηστος — Ποιητής και μουσικός από τη Κολοφώνα της Ιωνίας, που άκμασε τον 6o αι. π.Χ. Τελειοποίησε την αυλωδία του Κλονά του Τεγεάτη, έγραψε δε άσεμνα άσματα, τα οποία ψάλλονταν με συνοδεία αυλού. Ο Π. νίκησε στις τρεις πρώτες πυθιάδες το 586, το 582 και… … Dictionary of Greek
κέρκωψ — Ποιητής από τη Μίλητο, που έζησε σε αδιευκρίνιστη περίοδο της αρχαιότητας. Θεωρείτο Ορφικός και, σύμφωνα με τον Αριστοτέλη, ήταν ο ποιητής όλων των έργων που αποδίδονταν στον Ορφέα. Τα ποιήματα Ιερός Λόγος και Εις Άδου κατάβασιν θεωρούνται… … Dictionary of Greek
Φρύνις — Ποιητής και μουσουργός από τη Μυτιλήνη (5αι. π.χ.). Λένε πως στις 7 χορδές της κιθάρας πρόσθεσε άλλες 2. Ο Αριστοφάνης τον ειρωνεύτηκε για τις καινοτομίες του. * * * ύνιδος, ὁ, Α όνομα κωμικού ποιητή. [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. φρύνη] … Dictionary of Greek
πολύμνηστος — Ποιητής και μουσικός από τη Κολοφώνα της Ιωνίας, που άκμασε τον 6o αι. π.Χ. Τελειοποίησε την αυλωδία του Κλονά του Τεγεάτη, έγραψε δε άσεμνα άσματα, τα οποία ψάλλονταν με συνοδεία αυλού. Ο Π. νίκησε στις τρεις πρώτες πυθιάδες το 586, το 582 και… … Dictionary of Greek
Ξενόδαμος — Ποιητής και μουσικός από τα Κύθηρα. Ο Πλούταρχος τον αναφέρει σαν έναν από τους αρχηγούς της μουσικής σχολής που είχε ιδρύσει στη Σπάρτη ο Θαλής από την Κρήτη. Ο Πλούταρχος λέει επίσης ότι στην εποχή του σωζόταν ακόμα κάποια ωδή του. Μερικοί… … Dictionary of Greek
Πίγρης — Ποιητής από την Αλικαρνασσό. Λέγεται πως είχε γράψει τα ποιήματα Μαργίτης και Βατραχομυομαχία, που αποδίδονται στον Όμηρο … Dictionary of Greek