-
1 κωμωδεω
1) выводить в комедии, представлять, изображать на сцене(τὰ δίκαια Arph.)
2) высмеивать в комедии, подвергать осмеянию(τέν πόλιν Arph.)
κωμῳδεῖσθαι εἰς φιλαργυρίαν Plut. — быть высмеиваемым в комедии за сребролюбие3) ( о комедийных поэтах) писать, сочинять(κωμῳδίας Luc.)
-
2 ποιητης
- οῦ, ион. έω ὅ1) мастер, производитель(τῶν μηχανημάτων Xen.; κλίνης Plat.)
2) создатель, творец(ὅ π. καὴ πατέρ τοῦ παντός Plat.)
ὅ π. (νόμων) Plat. — законодатель;ὅ τῆς μάχης π. Plut. — инициатор сражения3) сочинитель, автор, поэт(κωμῳδίας Plat.)
π. λόγων Plat. — оратор4) исполнитель(νόμου NT. - ср. 2)
-
3 σχημα
- ατος τό [σχεῖν]1) вид, внешность, фигура, наружность Aesch.γνοίη δ΄ ἂν ἀνθρώπου πέρι τὸ σ. ἰδών τις Eur. — видя внешность, можно познать человека
2) осанка, статность(σ. εὐπρεπέστατον Her.)
3) воен. построение, строй (sc. τῆς φάλαγγος Xen.)4) формаσ. πολιτείας Plat. — государственная форма, образ правления;
σ. λέξεως ἔμμετρον Arst. — метрическая форма речи;ἐν σχήματι νόμου Plat. — в форме закона;τὰ τῆς κωμῳδίας σχήματα Arst. — комедийные формы5) лог. фигура силлогизма Arst.6) мат. фигура (sc. τοῦ τριγώνου Arst.)7) грамматическая форма(τῆς λέξεως Arst.)
9) схема, набросок, очерк, эскиз, планπρόθυρα καὴ σ. Plat. — в качестве предварительной схемы
10) внешний вид, видимость(οὐ σχήμασι, ἀλλ΄ ἀληθείᾳ Plat.)
σχήματι ξενίας Plut. — под видом гостеприимства11) образ действий, поведениеἄφοβον σ. δεικνύναι Xen. — выказывать бесстрашие
12) великолепие, пышностьτύραννον σ. ἔχειν Soph. — быть окруженным царским великолепием
13) наряд, одеждаἀρχαίῳ σχήματι λαμπρός Arph. — блистающий старинным нарядом;
ἐν ταπεινῷ σχήματι Xen. — в скромной одежде14) достоинствоκατὰ σ. τέν περιπέτειαν φέρειν Polyb. — с достоинством переносить несчастье;
ὀφρῦν κατὰ σ. κινεῖν Plut. — с важностью поводить бровью15) положение, рольπάντα σχήματα ποιεῖν ὡς οἰκεῖος Plat. — всячески разыгрывать роль близкого друга;
ἀπολαβεῖν τὸ ἑαυτοῦ σχῆμα Xen. — вернуться к своим прежним функциям;ἐν μητρὸς καὴ τροφοῦ σχήματι τιμᾶσθαι Plat. — быть на почетном положении матери и кормилицы16) поэт. ( описательно и плеонастически, без перевода)σ. δόμων Eur. — дом, жилище;
σ. πέτρας Soph. — скала;σ. Ἑλλάδος στολῆς Soph. — греческое одеяние;μορφῆς σ. Eur. — (странное) явление, диковина -
4 τραγωδια
ἥ1) лит. трагедия Arst.τραγῳδίαν ποιεῖν Arph. — сочинять трагедию;
τῇ τραγῳδίᾳ νικᾶν Plat. — побеждать на конкурсе трагедий2) трагический или героический эпосτῶν ποιητῶν οἱ ἄκροι …- κωμῳδίας μὲν Ἐπίχαρμος, τραγῳδίας δὲ Ὅμηρος Plat. — величайшие поэты …в комедии - Эпихарм, в трагическом эпосе - Гомер
3) трагический рассказ Polyb., Diod., Luc.4) трагедийный стиль, подражание трагедииἦν τ. μεγάλη περὴ τὸν Δημήτριον Plut. — Деметрий вел себя, как настоящий трагический актер
5) перен. трагедия, трагичность(ἥ τοῦ βίου τ. Plat.)
См. также в других словарях:
κωμῳδίας — κωμῳδίᾱς , κωμῳδία comedy fem acc pl κωμῳδίᾱς , κωμῳδία comedy fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ιταλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ιταλίας Έκταση: 301.230 τ. χλμ. Πληθυσμός: 56.305.568 (2001) Πρωτεύουσα: Ρώμη (2.459.776 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ευρώπης. Συνορεύει στα ΒΔ με τη Γαλλία, στα Β με την Ελβετία και την Αυστρία, στα ΒΑ με τη… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Θέατρο — ΑΡΧΑΙΑ ΤΡΑΓΩΔΙΑ Ένας λαός που έχει έξι πτώσεις και κλίνει τα ρήματά του με χίλιους τρόπους, έχει μια πλήρη, συλλογική και υπερχειλίζουσα ψυχή. Αυτός ο λαός, που δημιούργησε μια τέτοια γλώσσα, χάρισε τον πλούτο της ψυχής του σε όλο το… … Dictionary of Greek
Πλαύτος, Τίτος Μάκκιος — (Plautus, Σαρσίνη, Ουμβρία μεταξύ 254 και 251 π.Χ. – Ρώμη 184). Λατίνος κωμικός ποιητής. Νεότατος εργάστηκε σ’ ένα θίασο κωμικών, αλλά γρήγορα σπατάλησε τις οικονομίες του και αναγκάστηκε να γυρίζει τη μυλόπετρα ενός μυλωνά. Οι πληροφορίες αυτές… … Dictionary of Greek
κωμωδία — Θεατρικό ή κινηματογραφικό είδος που επιδιώκει τη διασκέδαση του θεατή με τη σάτιρα και τη γελοιοποίηση ανθρώπινων υπερβολών και αδυναμιών, κοινωνικών ηθών, αντιλήψεων και καταστάσεων. Διαφέρει από τη φάρσα, καθώς προχωρεί σε βαθύτερη ανάλυση των … Dictionary of Greek
Γαλλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Γαλλίας Έκταση: 547.030 τ.χλμ Πληθυσμός: 58.518.148 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα: Παρίσι (2.125.246 κάτ. το 2000)Κράτος της δυτικής Ευρώπης. Συνορεύει στα ΝΑ με την Ισπανία και την Ανδόρα, στα Β με το Βέλγιο και το… … Dictionary of Greek
Δάντης — (Φλωρεντία 1265 – Ραβένα 1321). Εξελληνισμένος τύπος του ονόματος του Ιταλού ποιητή Ντάντε Αλιγκέρι (Dante Alighieri). Ο Δ. υπήρξε από τους επιφανέστερους εκπροσώπους της ευρωπαϊκής λογοτεχνίας και συγκαταλέγεται ανάμεσα σε εκείνους τους… … Dictionary of Greek
Κανών Αλεξανδρινός — Συλλογή Ελλήνων συγγραφέων και ποιητών που πραγματοποιήθηκε τον 2ο αι. π.Χ. από τον Αριστοφάνη τον Βυζάντιο και τον Αρίσταρχο τον Γραμματικό. Αργότερα υπήρξαν και άλλοι κανόνες, συντεταγμένοι από διαφόρους. Στην πρώτη συλλογή είχαν περιληφθεί… … Dictionary of Greek
Κρατίνος — Όνομα ιστορικών προσώπων της αρχαιότητας. 1. Αθηναίος κωμωδιογράφος (περ. 520 – 423; π.Χ.). Θεωρείται ο δημιουργός της πολιτικής σάτιρας. Έχουν σωθεί αξιόλογα αποσπάσματα 24 κωμωδιών του, ενώ είναι γνωστοί οι τίτλοι 28 έργων του. Υποστήριζε το… … Dictionary of Greek
Chamaeleon (philosopher) — Chamaeleon (or Chameleon, Greek: Χαμαιλέων; c. 350 c. 275 BC), was a Peripatetic philosopher of Heraclea Pontica. He was one of the immediate disciples of Aristotle. He wrote works on several of the ancient Greek poets, namely: περὶ Ἀνακρέοντος… … Wikipedia
αρλεκίνος — Πρόσωπο της ιταλικής κομέντια ντελ άρτε και έπειτα της κωμωδίας του 18ου αι., πρωταγωνιστής σε πολυάριθμες γαλλικές, ιταλικές κ.ά. κωμωδίες, παντομίμες και μπαλέτα. Το όνομα Α. είναι ίσως παραφθορά του Allchino, όνομα διαβόλου, που ο Δάντης τον… … Dictionary of Greek