-
1 ποα
эп.-ион. ποίη, дор. ποία ἥ1) трава Hom. etc.ποία Μηδική Arph. — мидийская трава (предполож. люцерна или эспарцет);
ποία Παρνασίς Pind. предполож. = δάφνη2) луг, пастбище Xen., Plut.3) перен. весна, лето, т.е. год -
2 πόα
η1) газон; 2) трава, зелень -
3 ποια
-
4 ποιη
-
5 διαβλαστανω
-
6 εγχρονιζω
1) проводить много времени(τινί Polyb.)
; pass. стареть, старитьсяτὸ ἐγχρονισθὲν νόσημα Plat. — застарелая болезнь2) медлить, запаздывать(αἱ νῆες οὐχ ἦκον, ἀλλὰ ἐνεχρόνιζον Thuc.)
-
7 οπωδης
-
8 πρωτοκουρος
-
9 σβεννυμι
и (только praes.) σβεννύω (эп. fut. σβέσσω, aor. ἔσβεσα - эп. ἔσβεσσα, inf. aor. σβέσσαι; aor. 2 ἔσβην в знач. pass.)1) тушить, гасить(τὸ καιόμενον Her.; δύναμιν πυρός NT.)
; pass. гаснуть, тухнуть(οὐδέ ποτε ἔσβη πῦρ Hom.; αἱ λαμπάδες σβέννυνται NT.)
2) перен. погашать, возмещать(φόνῳ φόνον Soph.)
3) успокаивать, умерять, унимать, смирять, обуздывать, сдерживать(μένος ἀνθρώπων Hom.; ὕβριν Her.; ἐπιρροήν Plat.; τέν θερμότητα Arst.)
τὸ θαρσαλέον σβεννύμενον ὑπὸ γήρως Plut. — отнятая старостью отвага;pass. — утихать (ἔσβη οὖρος Hom.)4) подавлять, уничтожать(Ἑλλάδα φωνήν Anth.)
5) иссушатьἡ Μηδικέ πόα σβέννυσι τὸ γάλα Arst. — от мидийской травы (у коров) пропадает молоко;
σβέννυντο πηγαί Anth. — источники иссякли;αἶγες σβεννύμεναι Hes. — козы, не дающие молока6) приправлять, сдабривать(ἡδύσμασι μυρίοις τὸν φόνον Plut.)
См. также в других словарях:
πόα — πόᾱ , πόα grass fem nom/voc/acc dual πόᾱ , πόα grass fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πόα — Γένος φυτών (οικογένεια: αγρωστίδες ή γραμμινίδες, μονοκοτυλήδονα) που είναι από τα πιο κοινά στα βοσκοτόπια και στα λιβάδια, όπου σχηματίζουν τούφες συνήθως αραιές. Φύονται στις χλοερές τοποθεσίες διάφορα είδη (π. η λειμώνια, π. η ετησία, π. η… … Dictionary of Greek
πόᾳ — πόαι , πόα grass fem nom/voc pl πόᾱͅ , πόα grass fem dat sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πόα — η 1. φυτό με τρυφερό βλαστό, κορμό. 2. το σύνολο τέτοιων φυτών, αλλ. χλόη, πρασινάδα, γρασίδι … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
πόας — πόᾱς , πόα grass fem acc pl πόᾱς , πόα grass fem gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βρόμη — Πόα μονοετής της οικογένειας των μονοκοτυλήδονων αγρωστωδών, που καλλιεργείται ευρύτατα για την παραγωγή σανού διατροφής ιπποειδών, βοοειδών κλπ. και για την εξαιρετική θρεπτική αξία των σπερμάτων της. Σχηματίζει μικρές τούφες από όρθια στελέχη,… … Dictionary of Greek
πόαι — πόα grass fem nom/voc pl πόᾱͅ , πόα grass fem dat sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πόαν — πόᾱν , πόα grass fem acc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολυτρίχι — Πόα της οικογένειας των πολυποδιιδών. Bλ. λ. αδίαντο. * * * το, Ν [πολύτριχο] βοτ. 1. κοινή ονομασία τών ειδών τού γένους πολύτριχο 2. κοινή ονομασία τής φτέρης Αsplenium trichοmanes τού γένους ασπλένιο 3. κοινή ονομασία τής φτέρης Αdiantum… … Dictionary of Greek
σκαβιόζα — Πόα του γένους σκαβιόζα της οικογένειας των Διψακιδών. Τα άνθη της είναι συγκεντρωμένα σε κοινή ανθοδόχη. Η σ. η παράλια ή μελανοπορφυρή, είναι αυτοφυής σχεδόν παντού στην Ελλάδα και γνωστή με το κοινό όνομα μαυρομάτα. Έχει πολυάριθμους απλωτούς… … Dictionary of Greek
ποιᾶν — πόα grass fem gen pl (doric ionic aeolic) ποῑᾶν , ποῖος of what kind? masc/fem gen pl (doric) ποιός of a certain nature masc/fem gen pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)