-
1 травянистый
επ., βρ: -нист, -а, -о.1. ποώδης•травянистый стебель ποώδες στέλεχος•
-ая го-росль η πόα, χορταρότοπος•
-ые растения ποώδη φυτά.
2. χορτώδης, χορτοβριθής.3. μτφ. άνοστος, ανούσιος•-ые щи άνοστη λαχανόσουπα.
-
2 Grass
subs.Grass for pasture: P. βοτάνη, ἡ; see also Meadow.Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Grass
-
3 Green
adj.P. and V. χλωρός.met., fresh, vigorous: V. χλωρός.——————subs.Meadow: P. and V. λειμών, ὁ, V. ὀργάς, ἡ (also Xen.).Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Green
-
4 Hay
Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Hay
-
5 Lawn
subs.Meadow: P. and V. λειμών, ὁ.Sacred enclosure: P. and V. ἄλσος, τό (Plat.), τέμενος, τό.Fine linen: P. and V. σινδών, ἡ.Robes of lawn: V. βύσσινοι πέπλοι.Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Lawn
-
6 Sod
Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Sod
-
7 Sward
subs.Meadow: P. and V. λειμών, ὁ.Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Sward
-
8 Turf
Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Turf
-
9 Verdure
subs.Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Verdure
-
10 grass
1) καταδότης2) πόα3) χόρτο
См. также в других словарях:
πόα — πόᾱ , πόα grass fem nom/voc/acc dual πόᾱ , πόα grass fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πόα — Γένος φυτών (οικογένεια: αγρωστίδες ή γραμμινίδες, μονοκοτυλήδονα) που είναι από τα πιο κοινά στα βοσκοτόπια και στα λιβάδια, όπου σχηματίζουν τούφες συνήθως αραιές. Φύονται στις χλοερές τοποθεσίες διάφορα είδη (π. η λειμώνια, π. η ετησία, π. η… … Dictionary of Greek
πόᾳ — πόαι , πόα grass fem nom/voc pl πόᾱͅ , πόα grass fem dat sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πόα — η 1. φυτό με τρυφερό βλαστό, κορμό. 2. το σύνολο τέτοιων φυτών, αλλ. χλόη, πρασινάδα, γρασίδι … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
πόας — πόᾱς , πόα grass fem acc pl πόᾱς , πόα grass fem gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βρόμη — Πόα μονοετής της οικογένειας των μονοκοτυλήδονων αγρωστωδών, που καλλιεργείται ευρύτατα για την παραγωγή σανού διατροφής ιπποειδών, βοοειδών κλπ. και για την εξαιρετική θρεπτική αξία των σπερμάτων της. Σχηματίζει μικρές τούφες από όρθια στελέχη,… … Dictionary of Greek
πόαι — πόα grass fem nom/voc pl πόᾱͅ , πόα grass fem dat sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πόαν — πόᾱν , πόα grass fem acc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολυτρίχι — Πόα της οικογένειας των πολυποδιιδών. Bλ. λ. αδίαντο. * * * το, Ν [πολύτριχο] βοτ. 1. κοινή ονομασία τών ειδών τού γένους πολύτριχο 2. κοινή ονομασία τής φτέρης Αsplenium trichοmanes τού γένους ασπλένιο 3. κοινή ονομασία τής φτέρης Αdiantum… … Dictionary of Greek
σκαβιόζα — Πόα του γένους σκαβιόζα της οικογένειας των Διψακιδών. Τα άνθη της είναι συγκεντρωμένα σε κοινή ανθοδόχη. Η σ. η παράλια ή μελανοπορφυρή, είναι αυτοφυής σχεδόν παντού στην Ελλάδα και γνωστή με το κοινό όνομα μαυρομάτα. Έχει πολυάριθμους απλωτούς… … Dictionary of Greek
ποιᾶν — πόα grass fem gen pl (doric ionic aeolic) ποῑᾶν , ποῖος of what kind? masc/fem gen pl (doric) ποιός of a certain nature masc/fem gen pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)