Перевод: со всех языков на русский

с русского на все языки

πρωτόκουρος

См. также в других словарях:

  • πρωτόκουρος — first cut masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πρωτόκουρος — ον, Α (για το τριφύλλι) αυτός που κόπηκε για πρώτη φορά. [ΕΤΥΜΟΛ. < πρωτ(ο) * + κουρος (< κουρά), πρβλ. ψιλό κουρος] …   Dictionary of Greek

  • κουρά — I (Kura). Ποταμός (1.530 χλμ.) της νοτιοδυτικής Ασίας, που διαρρέει την Τουρκία, τη Γεωργία και το Αζερμπαϊτζάν. Πηγάζει από τα όρη Κισιριντάγι στη βορειοανατολική Τουρκία, και εκβάλλει στην Κασπία θάλασσα, νότια του Μπακού. Έχει έκταση λεκάνης… …   Dictionary of Greek

  • πρωτοκουρία — ἡ, Α [πρωτόκουρος] έριο που προέρχεται από την πρώτη κούρα …   Dictionary of Greek

  • πρωτότμητος — ον, Α πρωτόκουρος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < πρωτ(ο) * + τμητός (< θ. τμη τού τέμνω*), πρβλ. νεό τμητος] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»