-
1 πρωτοκουρος
См. также в других словарях:
πρωτόκουρος — first cut masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πρωτόκουρος — ον, Α (για το τριφύλλι) αυτός που κόπηκε για πρώτη φορά. [ΕΤΥΜΟΛ. < πρωτ(ο) * + κουρος (< κουρά), πρβλ. ψιλό κουρος] … Dictionary of Greek
κουρά — I (Kura). Ποταμός (1.530 χλμ.) της νοτιοδυτικής Ασίας, που διαρρέει την Τουρκία, τη Γεωργία και το Αζερμπαϊτζάν. Πηγάζει από τα όρη Κισιριντάγι στη βορειοανατολική Τουρκία, και εκβάλλει στην Κασπία θάλασσα, νότια του Μπακού. Έχει έκταση λεκάνης… … Dictionary of Greek
πρωτοκουρία — ἡ, Α [πρωτόκουρος] έριο που προέρχεται από την πρώτη κούρα … Dictionary of Greek
πρωτότμητος — ον, Α πρωτόκουρος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < πρωτ(ο) * + τμητός (< θ. τμη τού τέμνω*), πρβλ. νεό τμητος] … Dictionary of Greek