-
1 πνιγεί
-
2 πνιγεῖ
-
3 πνίγει
πνί̱γει, πνίγωchoke: pres ind mp 2nd sgπνί̱γει, πνίγωchoke: pres ind act 3rd sgπνί̱γει, πνῖγοςchoking: neut nom /voc /acc dual (attic epic)πνί̱γεϊ, πνῖγοςchoking: neut dat sg (epic ionic)πνί̱γει, πνῖγοςchoking: neut dat sg -
4 πνίγω
A : [tense] fut. πνίξω ([etym.] ἀπο-) Pl.Com.198, Antiph.171; [dialect] Dor. [ per.] 2pl. [tense] fut.πνιξεῖσθε Epich.155
: [tense] aor. ἔπνιξα, imper. πνῖξον, Cratin.27, Hdt.2.92, Batr.158:—[voice] Pass., [tense] fut.πνῐγήσομαι Gal.Nat.Fac.1.17
, ([etym.] ἀπο-) Ar.Nu. 1504, Hp.Morb.3.16; alsoἀπο-πεπνίξομαι Eun.VSp.463
B.: [tense] aor. ἐπνίχθην ([etym.] ἀπ-) Aret.SA1.7; but ἐπνίγην [ῐ] Batr.148, Aret.SD 1.11, ([etym.] ἀπ-) Pherecr.159, Pl.Grg. 512a, D.32.6, etc.: [tense] pf. πέπνιγμαι, v. infr.11.—The simple verb is less freq. than the compd. ἀποπνίγω:— choke, throttle, strangle, Sophr.l.c., etc.; of a doctor,πνίγων.. πικρότατα πόματα διδούς Pl.Grg. 522a
; ἂν ὕλη πνίγῃ [τὸν σῖτον] X.Oec.17.14: prov.,ὅταν τὸ ὕδωρ πνίγῃ, τί δεῖ ἐπιπίνειν; Arist.EN 1146a35
:—[voice] Pass., to be choked, stifled,ἐπνιγόμην τὰ σπλάγχνα Ar.Nu. 1036
;αἱ ὑστερικῶς πνιγόμεναι Antyll.
ap. Orib.10.19.1.3 metaph., vex, torment,ἕνα χαλκοῦν ἀποβαλὼν αὑτὸν π. Phld.Ir.p.37
W.; ὃ δὲ μάλιστά με πνίγει v.l. in Luc.Prom.17; oppress by exactions, 'squeeze', Jul. Mis. 368c.II cook in a close-covered vessel, bake, stew, Hdt.2.92;δικίδιον.. ἐν λοπάδι πεπνιγμένον Ar.V. 511
;πεπνιγμένος Metag.6
. 9. -
5 παρεισδύνω
A slip in, penetrate, τὸ ἔλαιον π. Id.Pr. 881a7 : metaph., εἰς τὰς γνώμας π. Demad. 3: [tense] pf. -δέδῡκα, εἰς τὰς ἄλλας διαλέκτους A.D.Synt.319.24
:—also [suff] παρεις-δύω,τὰ παρεισδύοντα τῶν διαλέκτων Id.Pron.4.23
.II [voice] Med. [full] παρεισδύομαι,ἐς τὸ στόμα Hp.Epid.5.86
, cf. Sor.1.101, Gal.2.653;ἀλλοφυλίας.. κατὰ μικρὸν -δυομένης Epicur.Ep. 2p.48U.
;εἰς τὴν πόλιν Hdn.2.12.1
, etc.; [ τὸ ὕδωρ]παρεισδυόμενον πνίγει Arist.Pr. 933a16
; of a leech's bite, penetrate into, Aret.CA 2.6; of customs, Plu. 2.216b, Agis 3, etc.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > παρεισδύνω
-
6 πνῖγος
A choking, stifling, of the effects of heat, and so stifling heat, Hp.VM16, Aër.10, Ar.Av. 726, 1091, Th.7.87, etc.; ἐν ἡλίῳ τε καὶ πνίγει, διὰ καύματός τε καὶ πνίγους, Pl.R. 422c, 621a;πνίγους ὄντος τὰ νῦν Id.Lg. 625b
: in pl., Hp.Epid.3.2;ἔν γε χειμῶσιν καὶ πνίγεσιν Pl.Phlb. 26a
.II in the Parabasis of the [dialect] Att. Comedy, = μακρόν, because spoken at one breath, Sch.Ar.Ach. 659.
См. также в других словарях:
πνιγεῖ — πνίγω choke aor subj pass 3rd sg (epic) πνιγεύς damper masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πνίγει — πνί̱γει , πνίγω choke pres ind mp 2nd sg πνί̱γει , πνίγω choke pres ind act 3rd sg πνί̱γει , πνῖγος choking neut nom/voc/acc dual (attic epic) πνί̱γεϊ , πνῖγος choking neut dat sg (epic ionic) πνί̱γει , πνῖγος choking neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ινδία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ινδίας Έκταση: 3.287.590 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.029.991.145 (2001) Πρωτεύουσα: Νέο Δελχί (12.791.458 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ασίας. Συνορεύει Α με το Μπαγκλαντές και τη Μυανμάρ (Βιρμανία), Β με την Κίνα και… … Dictionary of Greek
πνίγω — ΝΜΑ 1. θανατώνω εμποδίζοντας την αναπνοή, με βύθιση στο νερό ή στραγγαλισμό ή εισπνοή δηλητηριωδών αερίων 2. (σχετικά με άγρια βότανα ή θάμνους) περιτυλίγομαι γύρω από ένα φυτό σφίγγοντάς το, με αποτέλεσμα να μαραθεί (α. «τα αγριάγκαθα έπνιξαν… … Dictionary of Greek
Κυνάγχης — Κυνάγχης, ὁ (Α) [κυνάγχη] (προσωνυμία τού Ερμή) αυτός που πνίγει σκύλους … Dictionary of Greek
αποπνίγω — (AM ἀποπνίγω) πνίγω, στραγγαλίζω αρχ. 1. ενοχλώ υπερβολικά κάποιον, τον κάνω να πνιγεί από οργή 2. κάνω κάποιον να σκάσει από τη δυσοσμία 3. (για φυτά) περιβάλλω, περισφίγγω μέχρι πνιγμού («συμφυεῑσαι αἱ ἄκανθαι ἀπέπνιξαν αὐτό», ΚΔ) … Dictionary of Greek
επανάσταση — Η ριζική μεταβολή μιας ορισμένης τάξης πολιτικών και κοινωνικών πραγμάτων, η οποία, σε γενικές γραμμές, βασίζεται στην υποτιθέμενη ή στην πραγματική θέληση των λαϊκών μαζών και πραγματώνεται οργανωμένα και συνειδητά με μια ενέργεια περισσότερο ή… … Dictionary of Greek
θως — ο, η (Α θώς, γεν. θωός, ὁ, ἡ) νεοελλ. ζωολ. θηλαστικό σαρκοφάγο τής οικογένειας τών κυνιδών, τσακάλι αρχ. 1. θηλαστικό σαρκοφάγο ζώο, πιθ. το τσακάλι 2. κυνηγετικό σκυλί (Οππ.) 3. πάνθηρας. [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Εικάζεται συγγένεια του με το… … Dictionary of Greek
κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… … Dictionary of Greek
καραβοθαλασσοπνιγμένος — καραβοθαλασσοπνιγμένος, η, ον (Μ) αυτός που έχει πνιγεί σε ναυάγιο … Dictionary of Greek
καταποντιστής — καταποντιστής, ὁ (Α) [καταποντίζω] 1. (για τους πειρατές) αυτός που ρίχνει στη θάλασσα, αυτός που καταποντίζει, που πνίγει 2. μτφ. καταστροφέας, αφανιστής 3. ως επίθ. αυτός που προξενεί καταπόντιση («καταποντιστὴς ἄνεμος») … Dictionary of Greek