Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

πλάκ-ες

См. также в других словарях:

  • μαγίς — μαγίς, ίδος, ἡ (Α) 1. πλακούντας, πίτα, ιδίως μικρή πίτα που περιείχε τυρί και προσφερόταν στην Εκάτη και στον Τροφώνιο («ἀπὸ τοῡ μάττειν, ἀφ οὗ καὶ ἡ μᾱζα αὐτὴ ὠνομάσθη καὶ ἡ παρὰ Κυπρίοις καλουμένη μαγίς», Αθήν.) 2. άρτος ή γλύκισμα από αλεύρι… …   Dictionary of Greek

  • μηλωτή — (I) η (ΑΜ μηλωτή) δέρμα προβάτου, προβειά ή κάθε ακατέργαστο και τριχωτό δέρμα ζώου νεοελλ. μσν. είδος επενδύτη ή κάλυμμα τών ώμων που έχει κατασκευαστεί από τριχωτό δέρμα, ιδίως προβάτου. [ΕΤΥΜΟΛ. < μῆλον (ΙΙ) «πρόβατο», πιθ. από αμάρτυρο ρ.… …   Dictionary of Greek

  • πιτυρούς — οῡντος, ὁ, Μ πιτυρούχος άρτος, πιτυρίτης. [ΕΤΥΜΟΛ. < πίτυρον + κατάλ. οῦς (< όεις*), πρβλ. πλακ ούς] …   Dictionary of Greek

  • σφαιρίδιο — το, ΝΜ μικρή σφαίρα νεοελλ. 1. καθένα από τα μικροσκοπικά μολύβδινα βλήματα τών κυνηγετικών όπλων, κν. σκάγι 2. μολύβδινη ψήφος την οποία χρησιμοποιούσαν παλαιότερα στις εκλογές προτού καθιερωθεί το ψηφοδέλτιο 3. (μηχαν.) μικρή σφαίρα από χάλυβα …   Dictionary of Greek

  • τετραγωνίδιο — το, Ν 1. μικρό τετράγωνο 2. (στην κλασική τυπογραφία) τετραγωνικό τεμάχιο μετάλλου το οποίο χρησιμοποιείται για συμπλήρωση τών γραμμών και είναι χαμηλότερο από τα στοιχεία. [ΕΤΥΜΟΛ. < τετράγωνο + κατάλ. ίδιο (πρβλ. πλακ ίδιο). Η λ., στον λόγιο …   Dictionary of Greek

  • plā-k-1: plǝ-k-, ple-k- : plō̆ -k-, plei-k- and pelǝ-g- : plā-g- : plǝ-g- —     plā k 1: plǝ k , ple k : plō̆ k , plei k and pelǝ g : plā g : plǝ g     English meaning: wide and flat     Deutsche Übersetzung: “breit and flach, ausbreiten”     Note: extension from pelǝ S. 805     Material: Gk. πλάξ, κός ‘surface, plain,… …   Proto-Indo-European etymological dictionary

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»