Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

πλένω

  • 1 πλένω

    [плэно] р. мыть, обмывать, стирать бельё,

    Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > πλένω

  • 2 мыть

    мыть πλύνω, πλένω· \мыть руки πλένω τα χέρια μου" \мыть голову πλένω το κεφάλι μου \мыться πλύνομαι ' λούζομαι· νίβομαι (умываться)
    * * *
    πλύνω, πλένω

    мыть ру́ки — πλένω τα χέρια μου

    мыть го́лову — πλένω το κεφάλι μου

    Русско-греческий словарь > мыть

  • 3 вымыть

    -мою, -моешь ρ.σ.μ.
    1. πλένω, πλύνω• νίβω, νίπτω•

    вымыть посуду πλένω τα πιάτα•

    -бельё πλένω τα ασπρόρουχα.

    2. ξεπλένω•

    вымыть почву ξεπλένω το έδαφος.

    || κάνω νεροφάγωμα ή λάκκο.
    πλένομαι, πλύνομαι.

    Большой русско-греческий словарь > вымыть

  • 4 стирать

    I стирать Ι (бельё ) πλύνω (или πλένω) τα ρούχα, κάνω μπουγάδα II стирать II (пыль) ξεσκονίζω
    * * *
    I
    ( бельё) πλύνω ( или πλένω) τα ρούχα, κάνω μπουγάδα
    II
    ( пыль) ξεσκονίζω

    Русско-греческий словарь > стирать

  • 5 чисто

    чисто καθαρά· \чисто вымыть руки πλένω καλά τα χέρια μου
    * * *

    чи́сто вы́мыть ру́ки — πλένω καλά τα χέρια μου

    Русско-греческий словарь > чисто

  • 6 застирать

    ρ.σ.μ.
    1. πλένω το λερωμένο μέρος (όχι όλο)•

    застирать пятна скатерти πλένω τους λεκέδες του τραπεζομαντηλου.

    2. παραπλένω, φθείρω με το ταχτικό πλυαιμο, λιώνω.

    Большой русско-греческий словарь > застирать

  • 7 мыть

    (очищать от грязи) πλύνω, πλένω. - лицо νίβω το πρόσωπο.

    Русско-греческий словарь научных и технических терминов > мыть

  • 8 палуба

    Русско-греческий словарь научных и технических терминов > палуба

  • 9 промывать

    πλύνω, ξεπλύνω, πλένω, ξεπλένω
    -ка η πλύση, το πλύσιμο
    - очный του ξεπλύματος, του πλυσίματος

    Русско-греческий словарь научных и технических терминов > промывать

  • 10 стирать

    1. (напр. запись) σβήνω 2. (мыть) πλύνω, πλένω.

    Русско-греческий словарь научных и технических терминов > стирать

  • 11 выкупать

    вы́купать I
    сов λούζω, λούω, πλένω.

    Русско-новогреческий словарь > выкупать

  • 12 вымывать

    вымывать
    несов πλύνω, πλένω, νίπτω.

    Русско-новогреческий словарь > вымывать

  • 13 мыть

    мыть
    несов πλύνω, πλένω, νίβω, νίπτω:
    \мыть ру́ки πλύνω τά χέρια· \мыть лицо́ νίβω τό πρόσωπο· \мыть пол σφουγγαρίζω, πλύνω τό πάτωμα· ◊ рука ру́ку мо́ет погов. τό Ινα χέρι νίβει τό ἄλλο καί τά δυό τό πρόσωπο.

    Русско-новогреческий словарь > мыть

  • 14 обмывать

    обмывать
    несов, обмыть сов πλύνω, πλένω, νίπτω.

    Русско-новогреческий словарь > обмывать

  • 15 перестирать

    перестирать
    сов
    1. см. перестирывать·
    2. (все, многое) πλενω πολλά.

    Русско-новогреческий словарь > перестирать

  • 16 подмывать

    подмыва́||ть
    несов, подмыть сов
    1. (вымывать) πλύνω, πλένω, νίπτω·
    2. (берег), τρώγω, κουφώνω· ◊ меня так и \подмыватьет сказать κάτι μέ γαργαλάει, αἰσθάνομαι τόν πειρασμό νά πῶ κάτι.

    Русско-новогреческий словарь > подмывать

  • 17 полоскать

    полоскать
    несов ξεπλένω, ἐκπλύνω / γαργαρίζω (горло):
    \полоскать белье ξεπλένω τά ροῦχα· \полоскать рот πλένω τό στόμα· \полоскать себе́ горло κάνω γαργάρα.

    Русско-новогреческий словарь > полоскать

  • 18 промывать

    промывать
    несов πλύνω, πλενω.

    Русско-новогреческий словарь > промывать

  • 19 простирывать

    простирывать
    несов (стирать) разг πλένω, πλύνω (ροῦχα).

    Русско-новогреческий словарь > простирывать

  • 20 рука

    рук||а
    ж
    1. τό χέρι, ἡ χείρ / τό μπράτσο, ὁ βραχίονας [-ων] (от локтя до плеча):
    правая \рука τό δεξιά χέρι· левая \рука τό ἀριστερό χέρι· брать на руки παίρνω στά χέρια· махать \рукаа́ми κουνώ τά χέρια· держать в \рукаа́х прям., перен ἔχω στό χέρι· взять кого-л. под руку πιάνω ἀπ' τό μπράτσο, πιάνω κάποιον ἀγκαζέ· идти под руку с кем-л. πηγαίνω μέ κάποιον ἀγκαζέ· вести кого-л. под руки συνοδεύω κάποιον κρατώντας τον ἀγκαζέ· вести за руку κρατώ ἀπό τό χέρι· здороваться за руку χαιρετώ μέ χειραψία· подавать кому́-л. ру́ку δίνω τό χέρι μου· трогать \рукаами ἀγγίζω μέ τά χέρια· \рукаами не трогать! μήν ἀγγίζετε!· руки вверх! ψηλά τά χέρια!· по правую руку στό δεξί χέρι, στά δεξιά· на левой \рукае στ' ἀριστερό χέρι, στ' ἀριστερά· быть по \рукае (о перчатках) μοῦ ἐρχεται καλά στό χέρι·
    2. (почерк) ὁ γραφικός χαρακτήρας, τό γράψιμο:
    это не его \рука δέν εἶναι ὁ δικός του χαρακτήρας, δέν εἶναι τό γράψιμο του·
    3. перен (протекция) разг τό μέσο[ν], ἡ προστασία· ◊ он его правая \рука εἶναι τό δεξί του χέρι· \рука не дрогнет δέν θά διστάσω· у меня \рука не поднимается δέν μοδ κάνει καρδιά· золотые руки а) ἡ χρυσοχέρα (о женщине), б) ὁ χρυσοχέρης (о мужчине)· сидеть сложа руки κάθομαι μέ σταυρωμένα τά χέρια· руки не доходят до чего-л. δέν Εχω καιρό ν' ἀσχοληθώ μέ κάτι· у него руки опускаются χάνει τό κουράγιο του· ру́кн прочь! κάτω τά χέρια!· играть в четыре \рукай παίζω κατρμαίν связать кого-л. по \рукаам δένω τά χέρια κάποιου· быть связанным по \рукаа́м и ногам εἶμαι δεμένος χεροπόδαρα· уда́рить по \рукаа́м (согласиться) δίνω χέρι, συμφωνώ· дать кому-л. по \рукаам τιμωρώ κάποιον, τσακίζω τά χέρια· ходить по \рукаам περνώ ἀπό χέρι σέ χέρι· прибрать к \рукаам что-л. βάζω κάτι στό χέρι, οἰκειοποιούμαι κάτι· \рукаам воли не давай! μή σηκώνεις χέρι!· в одни руки (продать, отпустить) στό ἀτομο, κατ' ίίτο-μο[ν]· брать что-л. в свой руки παίρνω στά χέρια μου, ἀναλαμβάνω κάτι· взять кого-л. в руки κάνω κάποιον του χεριοο μου· взять себя в руки συνέρχομαι, συγκρατούμαι· попасть кому-л. в руки πέφτω στά χέρια κάποιου· быть в \рукаах у кого-л. μ' ἐχει κάποιος στό χέρι· быть (находиться) в хороших \рукаах βρίσκομαι σέ καλά χέρια· это в наших (их, ваших, его и т. п.) \рукаах εἶναι στό χέρι μας (τους, του, σας)· носить кого-л. на \рукаах ἔχω κάποιον μή στάξει καί μή βρέξει· иметь на \рукаа́х ἔχω· умереть на \рукаах у кого-л. πεθαίνω στά χέρια κάποιου· на все ру́ки мастер πολυτεχνίτης· набить руку παίρνω τόν ἀέρα (τής δουλειάς), συνηθίζω σέ κάτι· марать руки λερώνω τά χέρια μου· умывать руки νίπτω τάς χείρας μου, πλένω τά χέρια μου· \рука руку моет погов. τό ἕνα χέρι νίβει τ' ἀλλο καί τά δυό τό πρόσωπο· \рука об руку χέρι μέ χέρι· на скорую руку разг πρόχειρα, στά πεταχτά· нечист на руку ἀπατεώνας, παλη-άνθρωιτος· под пьяную руку разг στό μεθύσι, μεθυσμένος· подать руку помощи δίνω βοήθεια· поднять ру́ку на кого-л. σηκώνω χέρι (επάνω σέ κάποιον)-наложи́ть ру́ку на что-л. βάζω χέρι σέ κάτι, βάζω στό χέρι κάτι· наложить на себя руки κάνω ἀπόπειρα αὐτοκτονίας, σηκώνω ἐπάνω μου χέρι· приложить ру́ку βάζω τό χεράκι μου, βοηθώ· нагреть себе руки на чем-л. κάνω τή μπάζα μου, βγάζω μίζα· выдать на руки δίνω στά χέρια· это дело его рук εἶναι δική του δουλειά· из рук в ру́ки, с рук на руки ἀπό χέρι σέ χέρι· из первых рук ἀπό πρώτο χέρι· из рук вон плохо κακά καί ψυχρά· все валится из рук δέν μπορώ νά κάνω δουλειά· как без рук без кого-чего-л. εἶμαι ἀνήμπορος, μοῦ κόβονται τά χέρια· не покладая рук ἀσταμάτητα, ἀκούραστα· не хватает рабочих рук δέν φτάνουν τά ἐργατικά χέρια· отбиться от рук γίνομαι ᾶτακτος, δέν πειθαρχώ· с ру́к сбыть ξεφορτώνομαι κάτι· ему́ все сходит с рук βγαίνω πάντα λάδι· это мне не с \рукай разг δέν μοῦ ἐρχεται βολικό· средней \рукай разг μέτριος, κοινός· просить чьей-л, \рукаи ζητώ τό χέρι (или τήν χείρα), ζητώ σέ γάμο· махну́ть \рукао́й на что-л. παρατάω κάτι· \рукаой подать πολύ κοντά, δίπλα· как \рукаой сняло что-либо разг πέρασε ἐντελώς· чужими \рукаами жар загребать погов. βάζω ἄλλον νά βγάλει τό φίδι ἀπό τήν τρύπα, βάζω ἄλλον νά βγάλει τά κάστανα ἀπ' τή φωτιά· ухватиться обеими \рукаами за что-л. ἀρπάζομαι (или πιάνομαι) ἀπό κάτι, δέχομαι μέ εὐχαρίστηση· сон в ру́ку τό ὀνειρο βγήκε· передать кого-л. в ру́ки правосудия παραδίδω κάποιον στά χέρια τής δικαιοσύνης· положа ру́ку на сердце μέ τό χέρι στήν καρδιά.

    Русско-новогреческий словарь > рука

См. также в других словарях:

  • πλένω — πλένω, έπλυνα βλ. πίν. 195 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • πλένω — Ν βλ. πλύνω …   Dictionary of Greek

  • πλένω — βλ. πλύνω …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • κρυφολούζω — πλένω κρυφά, χωρίς να μέ βλέπουν …   Dictionary of Greek

  • ξεθερμίζω — πλένω μαγειρικά και επιτραπέζια σκεύη με ζεστό σταχτόνερο. [ΕΤΥΜΟΛ. < επιτ. ξ(ε) * + θερμίζω] …   Dictionary of Greek

  • πλύνω — ΝΜΑ, πλένω Ν καθαρίζω κάτι μέσα σε νερό ή ρίχνοντας πάνω του νερό (α. «πλένω την αυλή» β. «ἔπλυναν τὰς στολὰς αὐτῶν καὶ ἐλεύκαναν αὐτάς», ΚΔ) νεοελλ. 1. πλένω τα χέρια, το πρόσωπό μου, νίβω 2. (σχετικά με ρούχα) κάνω μπουγάδα, κάνω πλύση αρχ. 1.… …   Dictionary of Greek

  • νίβω — και νίπτω και νίφτω (AM νίπτω και νίβω, Α και νίζω, Μ και νίβγω) 1. (αρχ. και μέσ. νίπτομαι) πλένω μέρος τού σώματος, ιδίως το πρόσωπο και τα χέρια 2. κάνω καθαρμό, καθαίρω, εξαγνίζω («νίψον ἀνομήματα μὴ μόναν ὄψιν», βυζαντ. καρκινική επιγρ. σε… …   Dictionary of Greek

  • διακλύζω — (Α) [κλύζω] 1. καθαρίζω, πλένω καλά 2. ( ομαι) α) πλένω το στόμα μου β) ξεπλένομαι καλά γ) πίνω καθάρσιο …   Dictionary of Greek

  • κατανίζω — (Α) 1. βρέχω καλά, καταβρέχω 2. πλένω καλά, καθαρίζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + νίζω «πλένω κάτι»] …   Dictionary of Greek

  • λούζω — και λούω και λούνω (AM λούω, Α και λοέω και λόω και λουέω, Μ και λούζω και λούγω και λούνω) 1. πλένω το σώμα ή μέρος τού σώματος, κυρίως το κεφάλι, κάποιου (α. «το καλοκαίρι λούζομαι σχεδόν κάθε μέρα» β. «αὐτόχειρ ὑμᾱς ἐγὼ ἔλουσα κἀκόσμησα», Σοφ …   Dictionary of Greek

  • νεροπλύνω — και νεροπλένω πλένω με σκέτο νερό, χωρίς σαπούνι. [ΕΤΥΜΟΛ. < νερ(ο) * + πλύνω / πλένω] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»