-
1 купаться
λούζομαι, κάνω μπάνιο -
2 купать
-
3 мыть
мыть πλύνω, πλένω· \мыть руки πλένω τα χέρια μου" \мыть голову πλένω το κεφάλι μου \мыться πλύνομαι ' λούζομαι· νίβομαι (умываться)* * *πλύνω, πλένωмыть ру́ки — πλένω τα χέρια μου
мыть го́лову — πλένω το κεφάλι μου
-
4 мыться
πλύνομαι λούζομαι; νίβομαι ( умываться) -
5 выкупаться
вы́купать||сяλούζομαι, λούομαι, κάνω μπάνιο, κάνω λουτρό.IIвыкупа́тьнесов, выкупить сов1. (залог) ἐξαγοράζω, παίρνω πίσω τό ἐνέχυρο·2. (пленника) ἐξαγοράζω, πληρώνω τά λύτρα, ἀπολυτρώνω. -
6 искупаться
искупатьсясое. (ви́купаться) разг λούζομαι, λούομαι, πλύνομαι. -
7 купаться
купа||тьсяκάνω μπάνιο, λούζομαι· ◊ \купатьсяться в золоте κολυμπώ στό χρυσάφι. -
8 искупаться
[ισκουπάτσα] ρ. λούζομαι -
9 купаться
[κουπάτσα] ρ. λούζομαι -
10 искупаться
[ισκουπάτσα] ρ λούζομαι -
11 купаться
[κουπάτσα] ρ λούζομαι -
12 выкупать
-
13 купать
ρ.δ. μ. λούζω,κάνω μπάνιοмать -ает своих детей η μάνα κάνει μπάνιο τα παιδιά της. || βυθίζω.λούζομαι, κάνω μπάνιο. || βυθίζομαι.εκφρ.купаться в крови – κολυμπώ στο αίμα (για μεγάλη αιματοχυσία)•в золоте – κολυμπώ στο χρυσάφι (είμαι πάμπλουτος). -
14 покупать
См. также в других словарях:
λούζομαι — λούζομαι, λούστηκα, λουσμένος βλ. πίν. 36 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
λούζω — και λούω και λούνω (AM λούω, Α και λοέω και λόω και λουέω, Μ και λούζω και λούγω και λούνω) 1. πλένω το σώμα ή μέρος τού σώματος, κυρίως το κεφάλι, κάποιου (α. «το καλοκαίρι λούζομαι σχεδόν κάθε μέρα» β. «αὐτόχειρ ὑμᾱς ἐγὼ ἔλουσα κἀκόσμησα», Σοφ … Dictionary of Greek
συλλούομαι — Α 1. λούζομαι μαζί με κάποιον άλλο 2. κάνω μπάνιο χωρίς να βγάλω έμπλαστρο που έχω κολλήσει σε ένα σημείο τού σώματός μου. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + λούομαι «λούζομαι»] … Dictionary of Greek
εναπολούομαι — ἐναπολούομαι (AM) λούζομαι κάπου ή με κάτι («οὕτως ἐστὶ λιπαρὰ [τὰ ὕδατα] ώς μὴ δεῑσθαι τοὺς έναπολουομένους ἐλαίου», Αθήν.) … Dictionary of Greek
επαιονώ — ἐπαιονῶ, άω και έω (Α) 1. περιχύνω, υγραίνω, περιλούζω, λούζω 2. μέσ. λούζομαι, πλένομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + αιονώ «μουσκεύω, υγραίνω»] … Dictionary of Greek
καθιδρώ — καθιδρῶ, όω (AM) [κάθιδρος] (επιτατ. τού ιδρώ, όω) είμαι καταϊδρωμένος, ιδρώνω πολύ, λούζομαι στον ιδρώτα … Dictionary of Greek
κατικμαίνω — (Α) 1. ραντίζω, βρέχω, υγραίνω κάτι 2. μέσ. κατικμαίνομαι λούζομαι («τινθαλέοισι κατικμήναιντο λοετροῑς», Γαλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + ἰκμαίνω «υγραίνω, βρέχω»] … Dictionary of Greek
μοσχολαντουρούμαι — και μοσκολαντουροῡμαι λούζομαι με άρωμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < μοσχ(ο) * + λαντουρῶ «ρίχνω νερό»] … Dictionary of Greek
παγάομαι — (Α) [παγά] λούζομαι σε πηγή … Dictionary of Greek
προλούω — Α λούζω ή λούζομαι προηγουμένως … Dictionary of Greek
σκαφολουτρώ — έω, Α λούζομαι μέσα σε σκάφη. [ΕΤΥΜΟΛ. < σκάφη + λουτρῶ (< λουτρος < λουτρόν), πρβλ. ξηρο λουτρώ] … Dictionary of Greek