-
1 промывать
πλύνω, ξεπλύνω, πλένω, ξεπλένω-ка η πλύση, το πλύσιμοРусско-греческий словарь научных и технических терминов > промывать
-
2 мыть
мыть 1мою, моешь, παθ. μτχ. παρλθ. мытый βρ: мыт-а, -оρ.δ.μ.1. πλύνω, πλένωνίβω, νίπτω•мыть руки πλΰνω τα χέρια•
мыть лицо νίβω το πρόσωπο•
мыть бель πλύνω τα ρούχα•
пол πλύνω (σφουγγαρίζω) το πάτωμα.
2. ξεπλύνω, ξεβγάζω.3. (κατά) βρέχω.εκφρ.рука руку моет – παρμ. τό να χέρι πλύνει τ άλλο (και τα δυο το πρόσωπο).πλύνομαι κλπ. ρ. ενεργ. φ.мыть 2-я ουδ.πλύσιμο, πλύση. -
3 подмыть
ρ.σ.μ.1. πλύνω (κυρίως για μέλη του σώματος).2. πλύνω στα γρήγορα•подмыть пол πλύνω στα γρήγορα το πάτωμα.
3. πλύνω από τα κάτω. || τρώγω, φθείρω, διαβιβρώσκω.πλύνομαι. -
4 мыть
мытьнесов πλύνω, πλένω, νίβω, νίπτω:\мыть ру́ки πλύνω τά χέρια· \мыть лицо́ νίβω τό πρόσωπο· \мыть пол σφουγγαρίζω, πλύνω τό πάτωμα· ◊ рука ру́ку мо́ет погов. τό Ινα χέρι νίβει τό ἄλλο καί τά δυό τό πρόσωπο. -
5 умывать
умыва||тьнесов πλύνω, νίβω, νίπτω, λούζω:\умыватьть ребенка πλύνω τό μωρό· \умыватьть лицо́ νίβω τό πρόσωπο· \умыватьть руки перен πλύνω τά χέρια, νίπτω τάς χείρας. -
6 обмыть
обмою, обмоешьρ.σ.μ. πλύνω ολόγυρα• (περί)νίπτω•обмыть рану πλύνω την πληγή•
обмыть яблоко πλύνω το μήλο•
обмыть лицо νίβομαι.
|| (απλ.) βλ. обстирать. || βρέχω (για καινούριο αποκτημένο πράγμα), κερνώ•давай, обмоем костюм έλα, θα το βρέξομε το καινούριο κοστούμι.
πλύνομαι ξεπλύνομαι, καθαρίζομαι. -
7 постирать
-
8 мыть
мыть πλύνω, πλένω· \мыть руки πλένω τα χέρια μου" \мыть голову πλένω το κεφάλι μου \мыться πλύνομαι ' λούζομαι· νίβομαι (умываться)* * *πλύνω, πλένωмыть ру́ки — πλένω τα χέρια μου
мыть го́лову — πλένω το κεφάλι μου
-
9 стирать
-
10 дочиста
дочистанареч1. ὡς πού νά λάμψει ἀπό καθαριότητα:вымыть \дочиста πλύνω καλά, πλύνω ὡς πού νά καθαρίσει καλά·2. (полностью) ἐντελώς, ὁλοκληρωτικά, πλήρως:обокрасть кого-л, \дочиста ἀφήνω κάποιον θεόγυμνο, κατακλεβω. -
11 намыть
-мою, -бешь ρ.σ.μ.1. πλύνω (πολλά)•намыть белья πλύνω πολλά ρούχα.
2. καλοπλύνω, καθαροπλύνω.3. σχηματίζω προσχώσεις.4. ξεπλύνω, αποπλύνω.πλΰνομαι καλά• -
12 настирать
ρ.σ.μ., παθ. μτχ. παρλθ. χρ. настиранный, βρ: -ран, -а, -о.1. πλύνω (πολλά)•настирать рубашек πλύνω πουκάμισα.
2. καλοπλύνω• λευκαίνω. -
13 обтереть
оботру, оботршь, παρλθ. χρ. обтр-ла, -ло, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. обтртый, βρ: -трт, -а, -о,επιρ. μτχ. обтерев κ. обтрши ρ.σ.μ.1. σκουπίζω, σφουγγίζω•губы καθαρίζω τα χείλη•
обтереть лицо полотенцем σκουπίζω το πρόσωπο με την πετσέτα•
обтереть слёзы платком σκουπίζω τα δάκρυα με το μαντήλι.
|| πλύνω•обтереть руки спиртом πλύνω τα χέρια με οινόπνευμα.
2. φθείρω, τρίβω, χαλνώ (με τη συνεχή χρήση).3. λειαίνω τρίβοντας.1. σκουπίζομαι, σφουγγίζομαι. || τρίβομαι.• спиртом τρίβομαι με οινόπνευμα.2. φθείρομαι» τρίβομαι•брики -лись το παντελόνι τρίφτηκε.
3. μτφ. (απλ.) συνηθίζω, τρίβομαι, αποκτώ πείρα• προσαρμόζομαι. -
14 перестирать
ρ.σ.μ., παθ. μτχ. перестиранный, βρ: -ран, -а, -о.1. ξαναπλύνω.2. πλύνω (όλα, πολλά)•перестирать всё бель πλύνω όλα τα ρούχα.
-
15 простирать
ρ.δ.βλ. простеречь.ρ.δ. μ.1. πλύνω.2. πλύνω (για ένα χρον. διάστημα)•она -ла весь вечер αυτή έπλυνε όλο το βράδυ.
πλύνομαι. -
16 стирать
-
17 умыть
умою, умоешь ρ.σ.μ.1. νίβω• πλύνω-- лицо νίβω το πρόσωπο•умыть руки πλύνω τα χέρια.
2. μτφ. βρέχω, μουσκεύω• ξεπλένω.1. νίβομαι• πλύνομαι.2. βρέχομαι, μουσκεύω-ξεπλένομαι. -
18 мыть
(очищать от грязи) πλύνω, πλένω. - лицо νίβω το πρόσωπο.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > мыть
-
19 стирать
1. (напр. запись) σβήνω 2. (мыть) πλύνω, πλένω.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > стирать
-
20 вымывать
вымыватьнесов πλύνω, πλένω, νίπτω.
См. также в других словарях:
πλύνω — και πλένω έπλυνα, πλύθηκα, πλυμένος, καθαρίζω κάτι μέσα στο νερό ή με το νερό, νίβω: Στάσου, με τ ανθόνερο την όψη σου να πλύνω (Παλαμάς) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
πλυνῶ — πλύνω Acut. (Sp.) fut ind act 1st sg (attic epic doric) πλυνός trough masc gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πλύνω — πλύ̱νω , πλύνω Acut. (Sp.) aor subj act 1st sg πλύ̱νω , πλύνω Acut. (Sp.) pres subj act 1st sg πλύ̱νω , πλύνω Acut. (Sp.) pres ind act 1st sg πλύ̱νω , πλύνω Acut. (Sp.) aor ind mid 2nd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πλύνω — ΝΜΑ, πλένω Ν καθαρίζω κάτι μέσα σε νερό ή ρίχνοντας πάνω του νερό (α. «πλένω την αυλή» β. «ἔπλυναν τὰς στολὰς αὐτῶν καὶ ἐλεύκαναν αὐτάς», ΚΔ) νεοελλ. 1. πλένω τα χέρια, το πρόσωπό μου, νίβω 2. (σχετικά με ρούχα) κάνω μπουγάδα, κάνω πλύση αρχ. 1.… … Dictionary of Greek
Πλυνῶ — Πλυνός trough masc gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Πλυνῷ — Πλυνός trough masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πλυνῷ — πλυνός trough masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πλῦνον — πλύνω Acut. (Sp.) aor imperat act 2nd sg πλύνω Acut. (Sp.) pres part act masc voc sg πλύνω Acut. (Sp.) pres part act neut nom/voc/acc sg πλύνω Acut. (Sp.) imperf ind act 3rd pl (homeric ionic) πλύνω Acut. (Sp.) imperf ind act 1st sg (homeric… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πεπλυμμένα — πλύνω Acut. (Sp.) perf part mp neut nom/voc/acc pl πεπλυμμένᾱ , πλύνω Acut. (Sp.) perf part mp fem nom/voc/acc dual πεπλυμμένᾱ , πλύνω Acut. (Sp.) perf part mp fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πεπλυμένα — πλύνω Acut. (Sp.) perf part mp neut nom/voc/acc pl πεπλυμένᾱ , πλύνω Acut. (Sp.) perf part mp fem nom/voc/acc dual πεπλυμένᾱ , πλύνω Acut. (Sp.) perf part mp fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πεπλύσθω — πλύνω Acut. (Sp.) perf imperat mp 3rd sg πλύνω Acut. (Sp.) perf imperat mp 3rd sg πλύνω Acut. (Sp.) perf imperat mp 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)