-
1 καθαρά
[катара] επίρ. чистоΛεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > καθαρά
-
2 чисто
καθαρά.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > чисто
-
3 ясно
ясно1. нареч (отчетливо) καθαρά, εὐκρινώς, σαφώς:\ясно выраженный εὐκρι-νής, σαφής· \ясно ви́деть βλέπω καθαρά· \ясно представлять ἔχω ξεκάθαρη ἀντίληψη· \ясно говорить μιλώ καθαρά· коротко и \ясно καθαρά καί ξάστερα, ὁρθά κοφτά·2. предик безл (понятно):\ясно, что εἶναι φανερό, ἐννοείται· \ясно без слов αὐτό ἐννοείται, αὐτό ἐξυπακούεται· \ясно, как день εἶναι φως φανερό·3. предик безл (о погоде) ὁ καιρός εἶναι αίθριος·4. утвердит, частица (в смысле «конечно») разг ἀσφαλώς, βεβαίως, βέβαια -
4 чисто
επίρ.1. καθαρά, παστρικά•работать чисто εργάζομαι καθαρά•
говорить чисто μιλώ καθαρά.
2. ως κατηγ. είναι καθαρά•у нас в комнате всегда чисто το όωμάτιό μας είναι πάντοτε καθαρό.
3. επίρ. (διαλκ.) εντελώς, τελείως.4. εντελώς όπως, πανομοιότυπα.εκφρ.чисто начисто – κατακάθαρα, πεντακάθαρα, παστρικότατα. -
5 чисто
чисто1. нареч καθαρά [-ώς], μετά καθαριότητος:\чисто вымыть ру́ки πλένω καλά τά χέρια· \чисто одеваться ντύνομαι καθαρά·2. предик безл εἶναι καθαρό:здесь \чисто ἐδῶ εἶναι καθαρά. -
6 коносамент
η φορτωτική, το αγωγια-στήριοРусско-греческий словарь научных и технических терминов > коносамент
-
7 открыто
-
8 чисто
чисто καθαρά· \чисто вымыть руки πλένω καλά τα χέρια μου* * *чи́сто вы́мыть ру́ки — πλένω καλά τα χέρια μου
-
9 ясно
ясно 1. нареч. καθαρά, φανερά; σαφώς (чётко)' \ясно видеть βλέπω ξεκάθαρα 2. предик.: \ясно, что... είναι φανερό ότι...* * *1. нареч.καθαρά, φανερά; σαφώς ( чётко)2. предик.я́сно ви́деть — βλέπω ξεκάθαρα
я́сно, что... — είναι φανερό ότι…
-
10 живо
живонареч1. (очень сильно) Εντονα/ καθαρά, εὐκρινώς (отчетливо):она мне \живо напоминает сестру́ μοῦ θυμίζει ἐντονα τήν ἀδερφή μου· он \живо помнил все события αὐτός θυμόνταν καθαρά ὅλα τά γεγονότα·2. (оживленно) ζωηρά [-ῶς], μέ ζωηρότητα, ζωντανά·3. (быстро) разг γρήγορα:\живо сбегай за врачом τρέχα γρήγορα νά φωνάξεις τό γιατρό. -
11 начисто
начистонареч1. (Набело) καθαρά, στό καθαρό, παστρικά:переписать \начисто ἀντιγράφω στό καθαρό·2. (окончательно) разг ὁριστικά, καθαρά, ὀρθάκοφτά, νέτα-σκέτα -
12 начисто
επίρ.1. κατακάθαρα, καθαρότατα, πεντακάθαρα, παστρικά, καθάρια. || καθαρά, χωρίς μουντζούρες•переписать начисто ξαναγράφω καθαρά.
2. πλήρως, εντελώς, παντελώς, ολωσδιόλου•его ограбили начисто τον καταλήστεψαν (κα-ταλεηλάτησαν).
3. (απλ.) ειλικρινά, ξάστερα, σταράτα, απροκάλυπτα. -
13 отчеканить
ρ.σ.μ. κόβω τσο(υ)κανίζω. || μτφ. προφέρω, εκστομίζω, λέγω καθαρά και ευκρινά.1. κόβομαι, τσο(υ)κανίζομαι, σφυρηλατούμαι.2. μτφ. διαγράφομαι, διακρίνομαι καθαρά. -
14 перебелять
-
15 устав
-а α.1. κανονισμός•монастырьский устав ο κανονισμός του μοναστηριού•
боевой пехоты ο στρατιωτικός κανονισμός του πεζικού.
|| το καταστατικό•устав партии το καταστατικό του κόμματος•
устав ООН το καταστατικό του ΟΗΕ.
2. πλθ. уставы, -ов οι κανόνες συμπεριφοράς.3. η καθαρογραφία (καθαρά και ευανάγνωστα γράμματα)•пишите -ом γράφετε καθαρά και ευανάγνωστα.
-
16 чеканить
ρ.δ.μ.1. νομισματοκοπώ. || αποτυπώνω σε νομίσματα.2. μτφ. εκτελώ καλά, καθαρά• προφέρω καθαρά.3. (τεχ.) σφυρηλατώ, τσουκανίζω.4. κλαδίζω, κλαρίζω, κλαδεύω•κορυφολογώ. -
17 вместимость
η χωρητικότηταваловая - мор. см. полная -полная - мор. ολική -регистровая мор. - η καταγεγραμμένη/ νηολογημένη -чистая - мор. καθαρά -Русско-греческий словарь научных и технических терминов > вместимость
-
18 произносить
Русско-греческий словарь научных и технических терминов > произносить
-
19 тоннаж
η χωρητικότητα, το τονάζ (ξεν.)валовой - см. - брутто максимальный - μέγιστη -чистыйрегистровый - см. регистровый -Русско-греческий словарь научных и технических терминов > тоннаж
-
20 аккуратно
аккуратн||онареч I. (опрятно) καθαρά [-ῶς] / μέ ἐπιμέλεια, ἐπιμελώς (тщательно);2. (точно) μέ ἀκρίβεια/ τακτικά (регулярно).
См. также в других словарях:
καθαρά — καθαρός physically clean neut nom/voc/acc pl καθαρά̱ , καθαρός physically clean fem nom/voc/acc dual καθαρά̱ , καθαρός physically clean fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καθαρά — επίρρ. βλ. καθαρός … Dictionary of Greek
καθαρᾷ — καθαρός physically clean fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Καθαρά Δευτέρα — Βλ. λ. Καρναβάλι … Dictionary of Greek
Πάντα καθαρὰ τοῖς καθαροῖς. — См. Чистому все чисто … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
καθαρᾶι — καθαρᾷ , καθαρός physically clean fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καθαράν — καθαρά̱ν , καθαρός physically clean fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καθαράς — καθαρά̱ς , καθαρός physically clean fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… … Dictionary of Greek
Ιταλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ιταλίας Έκταση: 301.230 τ. χλμ. Πληθυσμός: 56.305.568 (2001) Πρωτεύουσα: Ρώμη (2.459.776 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ευρώπης. Συνορεύει στα ΒΔ με τη Γαλλία, στα Β με την Ελβετία και την Αυστρία, στα ΒΑ με τη… … Dictionary of Greek
Γερμανία — Επίσημη ονομασία: Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας Προηγούμενη ονομασία (1948 90): Γερμανική Ομοσπονδιακή Δημοκρατία (ή Δυτική Γερμανία) & Γερμανική Λαϊκή Δημοκρατία) Έκταση: 357.021 τ.χλμ Πληθυσμός: 82.440.309 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα:… … Dictionary of Greek