-
1 πιστής
πιστός 1liquid: fem gen sg (attic epic ionic)πιστός 2to be trusted: fem gen sg (attic epic ionic) -
2 πιστῆς
πιστός 1liquid: fem gen sg (attic epic ionic)πιστός 2to be trusted: fem gen sg (attic epic ionic) -
3 ἁμαρτάνω
Aἁμαρτήσομαι Od.9.512
, Th.4.55, etc.; later- ήσω Ev.Matt.18.21
, D.C.59.20, Gal.7.653, ([etym.] δι-) Hp.Praec.9, ([etym.] ἐξ-) Id.Acut. (Sp.)13: [tense] aor. 2ἥμαρτον Thgn.
, Pi., [dialect] Att.; [dialect] Ep. ἤμβροτον, but only ind.; [dialect] Aeol. [ per.] 3sg.ἄμβροτε Sapph.Supp.1.5
, inf.ἀμβρότην IG12(2).1.15
([place name] Mytilene); opt. ἁμάρτοιν (for ἁμάρτοιμι) Cratin.55 (dub.): [tense] aor. 1ἡμάρτησα Emp.115.4
(dub.), AP7.339 (Pall. or Luc.), D.S.2.14: [tense] pf.ἡμάρτηκα Hdt.9.79
, Ar.Pl. 961, etc., [dialect] Att.:—[voice] Pass., [tense] aor.ἡμαρτήθην Th.2.65
, X.Vect.4.37: [tense] pf. , Antipho 5.77, etc.: [tense] plpf.ἡμάρτητο Th.7.18
, Lys.31.20:—miss the mark, esp. of spear thrown, abs., Il.5.287, etc.;ἔρριψεν, οὐδ' ἥμαρτε A. Fr.80
: c. gen.,φωτὸς ἁ. Il.10.372
; also ; ἁ. τῆς ὁδοῦ miss road, Ar.Pl. 961;τοῦ σκοποῦ Antipho 3.4.5
.2 generally, fail of one's purpose, go wrong, abs., Od.21.155, A.Ag. 1194, etc.: c. gen.,οὔ τι νοήματος ἤμβροτεν ἐσθλοῦ Od.7.292
; μύθων ἡμάρτανε failed of good speech, 11.511; γνώμης, ἐλπίδων, βουλήσεως ἁ., Hdt.1.207, E.Med. 498, Th. 1.33,92; ἁ. τοῦ χρησμοῦ mistake it, Hdt.1.71: c. acc.,ἁ. τὸ ἀληθές Hdt.7.139
(codd., τἀληθέος Schäfer).3 fail of having, be deprived of, mostly c. gen., χειρῶν ἐξ Ὀδυσῆος ἁμαρτήσεσθαι ὀπωπῆς that I should lose my sight by Ulysses' hands, Od.9.512;τοῦ ῥυσίου θ' ἥμαρτε A.Ag. 535
;ἁ. πιστῆς ἀλόχου E.Alc. 879
, cf. 144:—once with neut. Adj., οὐ γὰρ εἰκὸς.. ἐμὲ ὑμῶν ἁμαρτεῖν τοῦτό γ' 'tis not seemly that I should ask this of you in vain, S.Ph. 231:—rare in Prose,ἡμάρτομεν τῆς Βοιωτίης Hdt.9.7
.β, cf. Th.7.50; δυοῖν κακοῖν οὐκ ἦν ἁμαρτεῖν (i.e. either one or the other) And.1.20, cf. S.El. 1320:—so μηδὲ δυοῖν φθάσαι ἁμάρτωσιν, ἢ.. ἢ .. fail to be before-hand in one of two things, Th.1.33.4 rarely, fail to do, neglect,φίλων ἡμάρτανε δώρων Il.24.68
;ξυμμαχίας ἁμαρτών A.Ag. 213
.II abs., do wrong, err, sin, Il.9.501, Semon.7.111, A.Pr. 262, S.El. 1207, etc.;ἄκοντες ἡμαρτάνομεν Pl.R. 336e
, cf. 340e, etc.:—c. part.,ἥμαρτε χρηστὰ μωμένη S.Tr. 1136
;πρόθυμος ὢν ἥμαρτες E.Or. 1630
, cf. Antipho 2.2.1: c. dat. rei,ἁ. ῥήματι Pl.Grg. 489b
; ; :—with cognate acc.,ἁμαρτίαν ἁ. S.Ph. 1249
, E.Hipp. 320: with neut. Adj. or Pron., αὐτὸς ἐγὼ τόδε γ' ἤμβροτον I erred in this, Od.22.154;πόλλ' ἁμαρτών A. Supp. 915
;ἀνθρώπινα X.Cyr.3.1.40
: in Prose more freq. ἁ. περί τινος or τι do wrong in a matter, Pl.Lg. 891e, Phdr. 242e; (codd.); ἁ. εἴς τινα sin against.., Hdt. 1.138, S.OC 968; ἐπὶ τὴν ἔλλειψιν, ἐπὶ τὸ πλεῖον, Arist.EN 1126b1, 1118b16; ; .2 [voice] Pass.,ἡμαρτήθη ὁ ἐς Σικελίαν πλοῦς Th.2.65
, etc.: in [tense] pf. part., τἀμὰ δ' ἡμαρτημένα my plans are frustrate, S.OT 621; ; :—τὰ ἡμαρτημένα, τὰ ἁμαρτηθέντα, S.OC 439, 1269, X.An. 5.8.20.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἁμαρτάνω
См. также в других словарях:
πιστῆς — πιστός 1 liquid fem gen sg (attic epic ionic) πιστός 2 to be trusted fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τράπεζα — Ονομασία ιδρυμάτων που εκτελούν πολλές και διάφορες λειτουργίες: από το εμπόριο και την ανταλλαγή νομισμάτων και την κατάθεση χρημάτων έως την παροχή πιστώσεων και άλλων χρηματοδοτήσεων. Ιστορία. Πολλές τραπεζικές πράξεις έχουν την καταγωγή τους… … Dictionary of Greek
φιλοσοφία — Ο όρος, που σημαίνει αγάπη της σοφίας, αναφέρεται για πρώτη φορά στον Πυθαγόρα. Πολλοί αρχαίοι συγγραφείς, και μεταξύ αυτών ο Κικέρων και ο Διογένης Λαέρτιος, αφηγούνται ότι ο Πυθαγόρας, διατρέχοντας την Ελλάδα, έφτασε στον Φλιούντα, όπου ο Λέων … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Φιλοσοφία και Σκέψη — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ Η φιλοσοφία ως κατανοητικός λόγος Όταν κανείς δοκιμάζει να προσεγγίσει την αρχαία ελληνική φιλοσοφία, πρωτίστως έρχεται αντιμέτωπος με το ερώτημα για τη γένεσή της. Πράγματι, η νέα ποιότητα των φιλοσοφικών θεωρήσεων της… … Dictionary of Greek
ισλαμισμός — Μονοθεϊστική θρησκεία την οποία ίδρυσε ο Μωάμεθ (570 632) κατά το πρώτο μισό του 7ου αι. μ.Χ. Από την ίδια ρίζα παράγεται και η λέξη μουσουλμάνος (μούσλιμ = αυτός που παραδίνεται στο θέλημα του Θεού και κατ’ επέκταση ο οπαδός του ι.). Ο ι.… … Dictionary of Greek
πίστη — η / πίστις, εως, ΝΜΑ, ιων. τ. γεν. ιος, Α 1. η αφηρημένη έννοια τού πιστεύω, η παραδοχή ενός πράγματος ως αληθινού, εμπιστοσύνη 2. η υποκειμενική βεβαιότητα σχετικά με ένα πράγμα ή μια κατάσταση 3. η εμπορική υπόληψη, το να θεωρεί κανείς ότι… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Θρησκεία — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΘΡΗΣΚΕΙΑ Το περιεχόμενο της θρησκείας που επικράτησε στον ελλαδικό χώρο κατά την Παλαιολιθική εποχή δεν είναι δυνατόν να προσδιοριστεί επακριβώς. Τα λιγοστά και δυσεξιχνίαστης σημασίας ευρήματα δεν βοηθούν προς την κατεύθυνση αυτή … Dictionary of Greek
Ινδία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ινδίας Έκταση: 3.287.590 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.029.991.145 (2001) Πρωτεύουσα: Νέο Δελχί (12.791.458 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ασίας. Συνορεύει Α με το Μπαγκλαντές και τη Μυανμάρ (Βιρμανία), Β με την Κίνα και… … Dictionary of Greek
μπαρόκ — Η λέξη μπαρόκ, ως όρος χαρακτηρισμού ενός ρυθμού, είχε αρχικά έννοια αρνητική και μειωτική. Μόνο κατά τα τελευταία χρόνια ο Ιταλός γλωσσολόγος Μπρούνο Μιλιορίνι και άλλοι Γάλλοι επιστήμονες κατόρθωσαν να εξακριβώσουν την αρχική έννοια του όρου.… … Dictionary of Greek
Αγία Τριάδα — I Ο όρος σημαίνει ένα από τα κυριότερα δόγματατης χριστιανικής πίστης, γνωστόως το τριαδικό δόγμα.Αποτελεί το κεφάλαιον της πίστεως, τη βάση και το θεμέλιο της διδασκαλίας περί της απολύτρωσης και σωτηρίας του ανθρώπου. Εκφράζει την πίστη σε έναν … Dictionary of Greek
Αιθιοπία — Κράτος της ανατολικής Αφρικής.Συνορεύει στα Β και στα Δ με το Σουδάν, στα Ν με την Κένυα, στα ΝΑ με τη Σομαλία και στα ΒΑ με το Τζιμπουτί και την Ερυθραία.Μετά την απόσπαση της Ερυθραίας (1993), η Α. (αιθιοπ. Γιατγιόπια Μανγκουίστ) δεν έχει πλέον … Dictionary of Greek