-
1 πίνακας
ο1) доска (классная); 2) картина, картинка; 3) таблица, список, перечень;πίνακας πολλαπλασιασμού — таблица умножения
-
2 πίνακας
πίναξboard: masc acc pl -
3 πίνακας
[пинакас] ονσ. а. доска, картина. -
4 πίνακας
1) peinture2) table3) tableau -
5 πίνακας
1) stół (m) rzecz.2) tabela (f) rzecz. -
6 πίνακας
1) deska2) přehled3) stolek4) stůl5) tabule6) tabulka -
7 πίνακας
1) indicator2) notice3) sign4) tableΕλληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > πίνακας
-
8 πίνακας ζωγραφ.
el quadre -
9 πίναξ
πίναξ, ακος, ὁ (nach Einigen mit pinus verwandt, eigtl. sichtenes Brett, nach Buttmann mit πλάξ zusammenhangend, wie auch sonst ν und λ wechseln; fälschlich von πίνω abgeleitet, Trinkschaale), das Brett; Od. 12, 67, Bretterwerk der Schiffe; Opp. Hal. 1, 194 u. A., vgl. πινακηδόν u. Schol. daselbst; – eine Tafel, auf der man Zeichen einkratzt, Il. 6, 169, u. so für Schreibtafel bei den Folgdn; ταῠτ' οὐ πίναξίν ἐστιν ἐγγεγραμμένα, Aesch. Suppl. 924; ἐν χρυσῷ πίνακι γράψαντες, Plat. Critia. 120 c; Dem. 43, 18 u. sonst. – In der Od. 1, 141. 4, 57. 16, 49, κρειῶν πίνακας, hölzerne Tafeln, welche die Stelle der Schüsseln vertreten; ξεστοὶ πίνακες Ar. Th. 778; welche Benennung auch für die späteren irdenen und silbernen blieb; Ath. oft aus comic. – Rechentafel, Plut. – Zeichnung, Gemälde, Her. 5, 49; weil sie auf hölzerne Tafeln gemacht wurden, Ath. XII, 543 u. sonst; Dem. 44, 35; Anschlagebrett, Etwas bekannt zu machen, Verzeichniß, Landkarte, Plut. Thes. 1; Inhaltsanzeige, Register u. dgl., Sp. – Bei Plut. Rom. 12 ist ἡ περὶ τὸν πίνακα μέϑοδος die Astrologie; εἰς ἀγυρτικοὺς κατέβαλε πίνακας ἡ πενία, als Zeichen eines herumziehenden Bettlers, compar. Arist. 3.
-
10 πίναξ
A board, plank,πίνακάς τε νεῶν Od.12.67
;εὐγόμφοισιν.. πινάκεσσιν Opp.H.1.194
, cf. πινακηδόν; πίνακος κουρά sawdust, Hsch.: hence of things made of flat wood, metal, etc.,1 drawing- or writing-tablet, = δέλτος, γράψας ἐν π. πτυκτῷ Il.6.169;πίναξιν.. ἐγγεγραμμένα A.Supp. 946
;πινάκων ξεστῶν δέλτοι Ar.Th. 778
;ἐν χρυσῷ π. γράψαντες Pl.Criti. 120c
, cf. R. 501a; of a votive tablet hung on the image of a god, A.Supp. 463, cf. Arist.Pol. 1341a36, IG42(1).121.24(Epid., ivB. C., pl.), Herod.4.19, Str.8.6.15(pl.), etc.; Πίνακες tables or catalogues of authors, name of a work by Callimachus, D.L. 8.86, cf. Ath.6.244a, 13.585b, Suid. s.v. Καλλίμαχος; lists of philosophers, Plu.Sull.26;αἵ τ' ἀναγραφαὶ τῶν π. αἵ τε βυβλιοθῆκαι Phld. Sto.339.13
.2 trencher, platter,κρειῶν πίνακας παρέθηκεν Od.1.141
, cf. 16.49; ἐπ' ἀργυροῦ π. Philippid.9.4;π. χαλκοῦς Ath.4.128d
; salver,πίνακα.. μέγαν, ἔχοντα μικροὺς πέντε πινακίσκους Lync.1.5
, cf. 17,19;πίνακες ὑέλινοι Aët.7.106
.3 board for painting on, picture, Simon.178, Anaxandr.33.2;π. οἱ γραφόμενοι Thphr.HP5.7.4
, cf. IG 11(2).161A75 (Delos, iii B. C.).4 generally, plate with anything drawn or engraved on it, χάλκεος π., of a map, Hdt.5.49, cf. Plu. Thes.1; π. γεωγραφικός, first made by Anaximander, Str.1.1.11.5 board or tablet on which astronomical tables were drawn, ἡ περὶ πίνακα μέθοδος the art of casting nativities, Plu.Rom.12; ἀγυρτικοὶ π. Id.Comp.Arist.Cat.3, cf.πινάκιον 11.3
.b prov., ἐκ πίνακος καὶ πυλαίας, of a trivial fiction, Id.2.386b.6 public notice-board or register,π. ἐκκλησιαστικός D.44.35
, etc.; but δαμόσιος π. public archive, SIG 671A15 (Delph., ii B. C.). -
11 πίναξ
πίναξ, ακος, ὁ (mit pinus verwandt, eigtl. fichtenes Brett), das Brett; Bretterwerk der Schiffe; eine Tafel, auf der man Zeichen einkratzt u. so für Schreibtafel; κρειῶν πίνακας, hölzerne Tafeln, welche die Stelle der Schüsseln vertreten, welche Benennung auch für die späteren irdenen und silbernen blieb; Rechentafel, Zeichnung, Gemälde, weil sie auf hölzerne Tafeln gemacht wurden; Anschlagebrett, etwas bekannt zu machen, Verzeichnis, Landkarte; Inhaltsanzeige, Register; ἡ περὶ τὸν πίνακα μέϑοδος die Astrologie; εἰς ἀγυρτικοὺς κατέβαλε πίνακας ἡ πενία, als Zeichen eines herumziehenden Bettlers -
12 πινακηδόν
πινακηδόν, adv., brettweise, ῥήματα γομφοπαγῆ πιν. ἀποσπῶν, Ar. Ran. 823, der Schol. erkl. ἀποσπῶν τὰ ῥήματα ὥςπερ πίνακας ἀπὸ πλοίων.
-
13 χαρασσω
атт. χᾰράττω1) острить, точить(ἅρπας Hes.; λόγχην Plut.)
2) снабжать зубцами, зазубривать(τὰ σιδήρια καὴ τοὺς πρίονας Arst.)
τὰ ἄκρα κεχαραγμένα Arst. — зазубренные концы;σκύταλον κεχαραγμένον ὄζοις Theocr. — суковатая дубина;ἀκτῖσι χαράσσεσθαι Anth. — испускать лучи3) разрезать, бороздить(ἀρότρῳ χέρσον Anth.)
χαράσσεται πέδον Aesch. — земля дает трещины;κύματα φρικὴ χαρασσόμενα Anth. — подернутые рябью волны;νῶτον χαραχθεῖς Eur. — с исполосованной (бичом) спиной4) med. царапать, ранить(ταύρων στέρνα Anth.)
5) вырезать, начертывать, чертить(τὸ γράμμα τοίχοισι Theocr.; ἔπος ἐπὴ τοίχου Anth.; νόμους εἰς πίνακας Diod.)
6) метить, клеймить(τινὰ στίγμασι Diod.)
7) выбивать, чеканить8) возбуждать, разжигать(τὸ φιλόνεικον Plut.)
9) раздражать, сердить(κεχαραγμένος τινί Her.)
χαράττεσθαί τινί τι Eur. — сердиться на кого-л. за что-л. -
14 ασμενίζομαι
αμετ.1) любить (что-л, делать); испытывать удовольствие (от какого-л. занятия);ασμενίζομαι βλέπων πίνακας ζωγραφικής — любить смотреть картины;
2) хвастаться (своими достоинствами) -
15 βαθμολογικός
η, ό[ν] оценочный;βαθμολογικός πίνακας — турнирная таблица
-
16 διανομή
-
17 έλεγχος
ο1) проверка, контроль; ревизия; инспекция; 2) классный журнал;Γενικός έλεγχος — общий журнал;
ειδικός έλεγχος — специальный (предметный) журнал;
3) табель (успеваемости);4): ο πίνακας ελέγχου табель явки на работу, табельная доски; 5) контрольный орган;Διεθνής Οίκονομικός έλεγχος — Международный экономический контроль (контрольный орган);
6) критика, опровержение (теорий, выступлений и т. п.);έλεγχος του ιδεαλισμού — критика идеализма;
§ έλεγχος συνειδήσεως — угрызения совести
-
18 καλός
η, ό[ν] 11) хороший (в раэн. знач);καλ εργάτης (μαθητής, άνθρωπος) — хороший рабочий (ученик, человек);
καλό φόρεμα — хорошее, красивое платье;
καλός πίνακας — хорошая картина;
καλός καιρός — хорошая погода;
καλός άνεμος — сильный ветер;
καλή φήμη — добрая слава, доброе имя;
καλό φάρμακο — эффективное средство (о лекарстве);
2) (в пожеланиях):ώρα καλή! — а) в добрый час!, счастливого пути!; — б) ирон. скатертью дорога;
καλό ταξίδι! — счастливого путешествия, счастливого пути!;
καλή αντάμωση — до свидания;
§ καλό μούτρο — негодяй;
άνθρωποι καλής θέλησης — люди доброй воли;
είμαι ( — или βρίσκομαι) στίς καλές μου — быть в хорошем настроении, в хорошем расположении духа;
βλέπω με καλό μάτι — хорошо, благожелательно относиться;
του τα είπα ( — или έψαλα) από την καλή — я ему сказал об этом напрямик;
καλό και τούτο — этого ещё не хватало;
μιά και καλή — раз навсегда;
καλέ! — послушай, дружище! (в обращении);
καλ κι' αυτός! ирон. — ну и хорош!;
καλή ώρα σαν... — ну прямо как... (в сравнениях);
ο καλός καλο δεν έχει — погов, хорошим людям часто не везёт;
2.1) (о, η):ο καλός μου — любимый мой;
η καλή μου — любимая моя;
2) (η) лицевая сторона (одежды, ткани) -
19 μαύρος
η, ο 1.1) чёрный;μαύρο ψωμί — чёрный хлеб;
μαύρο χαβιάρι — чёрная икра;
η μαύρη γη чернозём;2) чернокожий; 3) тёмный, мрачный; 4) перен. горький, печальный, горестный; несчастный; μαύρη αλήθεια горькая правда;χύνω μαύρα δάκρυα — лить горькие слёзы;
μαύρη μοίρα горькая участь;μαύρη η μοίρα σου! несчастный ты человек!;χάθηκε ο μαύρος — пропал бедняга;
5) злой, злобный, зловредный;6) реакционный, ультраправый;§ μαύρο κρασί — красное вино;
μαύρη ψυχή или άνθρωπος με μαύρη ψυχή чёрная душа;μαύρες σκέψεις — чёрные мысли;
μαύρες (η)μέρες — чёрные дни;
μαύρες δυνάμεις — тёмные силы;
μαύρος κατάλογος ( — или πίνακας) — чёрный список;
φορώ μαύρα — носить траур;
τα βλέπω όλα μαύρα — видеть всё в мрачном свете;
μας εκανες μαύρα μάτια — ты совсем пропал, куда ты пропал?;
τον έκαμα μαύρο στο ξύλο — я ему наставил синяков;
βουτήχτηκε ( — или είναι βουτηγμένος) στα μαύρα — а) у него большое горе; — б) он в глубоком трауре;
μαύρο φίδι πού σ'δφαγε — тебе попадёт, ты будешь строго наказан;
ζήσε, μαύρε μου, να φας τριφύλλι — посл. ≈ — терпи, казак, атаманом будешь;
όταν ψοφήσει ο μαύρος μου, χορτάρι μη φυτρώσει — посл. ≈ — после нас хоть трава не расти; — после меня хоть потоп;
2. (ο)1) (М.) эфиоп; негр; мавр (уст.); 2) вороной конь; 3) реакционер -
20 περιεχόμενο(ν)
- 1
- 2
См. также в других словарях:
πίνακας — ο / πίναξ, ακος, ΝΜΑ 1. κατάλογος στον οποίο έχουν αναγραφεί με ορισμένη σειρά ονόματα, όροι, τίτλοι κ.ά. στοιχεία (α. «πίνακας περιεχομένων» κατάλογος με τους τίτλους τών κεφαλαίων ή τών θεμάτων βιβλίου ή άλλου εντύπου β. «πίνακας άγνωστων… … Dictionary of Greek
πίνακας — ο 1. ο μαυροπίνακας του σχολείου. 2. έργο ζωγραφικής. 3. κατάλογος ονομάτων: Πίνακας των προβιβαζόμενων μαθητών. 4. πινακίδα ανακοινώσεων. 5. πλάκα όπου υπάρχουν κουμπιά, χειριστήρια, όργανα: Πίνακας των οργάνων ελέγχου πτήσεως των αεροπλάνων … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
πίνακας ελέγχου — Πίνακας μπροστά στη θέση οδήγησης των αυτοκινήτων και των αεροπλάνων, στον οποίο είναι συγκεντρωμένα τα όργανα, οι ενδεικτικές λυχνίες και οι μοχλοί χειρισμού ορισμένων δευτερευόντων συστημάτων που αφορούν στην οδήγηση του οχήματος. Ο πίνακας… … Dictionary of Greek
πινακάς — ὁ, Μ [πίναξ, ακος] αυτός που κατασκευάζει ή πουλάει πινάκια, πιάτα, ο πιατάς … Dictionary of Greek
πίνακας — πίναξ board masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μοναδιαίος πίνακας — Ο δυαδικός πίνακας (μήτρα) ο οποίος είναι τετραγωνικός, διαγώνιος και όλα τα στοιχεία της διαγωνίου του είναι ίσα με την μονάδα και συμβολίζεται με 1, Ι ή Ε. Αν ο πίνακας αυτός είναι διαστάσεων n x n (ο n φυσικός) τα στοιχεία του ij δίνονται από… … Dictionary of Greek
Νιννίου πίνακας — Τετράγωνος πήλινος πίνακας, με δύο παραστάδες και αέτωμα, που βρέθηκε το 1895 σπασμένος σε εννέα κομμάτια, στην αυλή του ιερού της Ελευσίνας. Στις τέσσερις άκρες του έχει ισάριθμες τρύπες, από τις οποίες κρεμόταν σε τοίχο. Πρόκειται για… … Dictionary of Greek
ηλεκτρικός πίνακας — Κατασκευή που συγκροτείται από διάφορα ηλεκτρικά όργανα (διακόπτες, ηλεκτρικές ασφάλειες, φωτεινούς σηματοδότες, όργανα μέτρησης, συσκευές προστασίας κλπ.) που συνδέονται μεταξύ τους σύμφωνα με ένα ηλεκτρικό σχέδιο· προορίζεται προπάντων για τον… … Dictionary of Greek
κατάλογος — Πίνακας, καταγραφή, απαρίθμηση μιας κατηγορίας αντικειμένων, σύμφωνα με καθορισμένη σειρά, συνήθως αλφαβητική. Ο όρος κ. στην κλασική αρχαιότητα σήμαινε ακριβώς μια κατάσταση αντικειμένων ή προσώπων που είχε συνταχθεί με βάση μια συγκεκριμένη… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Οικονομία (Νεότεροι χρόνοι) — Η ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ ΤΗΣ ΝΕΟΤΕΡΗΣ ΕΛΛΑΔΑΣ Η περίοδος 1830 1992 Η Επανάσταση του 1821 οδήγησε στην επίσημη ίδρυση του νεοελληνικού κράτους, το 1830, κατόπιν της επέμβασης των Προστάτιδων Δυνάμεων (Αγγλίας, Γαλλίας, Ρωσίας). Η χώρα τότε περιελάμβανε την… … Dictionary of Greek
δημογραφικό πρόβλημα — Όρος που περιγράφει τα προβλήματα που δημιουργούνται από τη δυσανάλογη αύξηση ή μείωση του πληθυσμού καθώς και τις αλλαγές της πληθυσμιακής σύνθεσης μιας χώρας ή περιοχής. Ο Αριστοτέλης έγραψε: «Μίαν γαρ πληγήν ουχ’ υπήνεγκεν η πόλις, αλλ’… … Dictionary of Greek