-
1 πινάκια
πινάκιονsmall tablet: neut nom /voc /acc pl -
2 βωλητάρια
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > βωλητάρια
-
3 ζητέω
ζητ-έω, [dialect] Dor. part. [full] ζάτεισα Theoc.1.85: [tense] impf. ἐζήτουν, [dialect] Ep. [ per.] 3sg.Aζήτει Il.14.258
(nowh. else in Hom.): [tense] aor. 1ἐζήτησα Isoc.16.14
: [tense] pf.ἐζήτηκα Din.2.19
:—[voice] Med., [tense] aor. 1 ἐζητησάμην ([etym.] ἀν-) Longus Prooem.2:—[voice] Pass., [tense] fut.ζητηθήσομαι S.E.P.1.60
, M.8.16; but ζητήσομαι in pass. sense, ib.1.28, Gal.1.649:—seek, seek for, ἐμὲ δ' ἔξοχα πάντων ζήτει Il.l.c.;ζ. πημάτων ἀπαλλαγάς A.Pr. 318
, cf. 264;εὑρήσεις ζητῶν Ar.Pl. 105
; μὴ ζητῶν without seeking, X.Ages. 8.1; τὸ ζητούμενον ἁλωτόν what is sought for may be found, S.OT 110.2 mquire for,τὰ πινάκια καὶ τὰ γραμματ εῖα IG12.91.11
;τοὺς ἄρχοντας X.An.2.3.2
: with relat. clause,ὅτου δέοιτο ὁ Κῦρος Id.Cyr. 8.5.13
.4 search or inquire into, investigate, examine, of philosophical investigation,ζ. τὰ θεῖα X.Mem.1.1.15
;ζ. καὶ ἐρευνῶ κατὰ τὸν θεόν Pl.Ap. 23b
;ζητουμένης ἀρετῆς ὅ τι ἐστίν Id.Men. 79d
; τὸ ζητούμενον the matter of inquiry, the question, Id.Tht. 201a, Arist. Top. 110a7, Str.2.1.18, A.D.Adv.188.13; also of judicial inquiry,ζ. περὶ ἀδικημάτων Din.1.8
; ζήτησιν τὴν ὑπέρ τινος ζ. ib.10; ἔνοχος εἶναι τοῖς ζητουμένοις ib.55: generally,ζ. πότερον.. ἤ Pl.Phlb. 27c
;ζ. πρὸς ἐμαυτόν Luc.Lex.17
.5 require, demand, : metaph., ὁ περικράνιος ὑμὴν.. τὴν ἐπιδιαίρεσιν ζ. requires the opening up of the wound, Heliod. ap. Orib.46.7.3.II seek after, desire, ;ἐμοὶ ζητῶν ὄλεθρον S.OT 659
; of natural tendencies,ὁ θερμὸς ὕφαμμον χώραν ζητεῖ Thphr.HP8.11.8
:—[voice] Pass., sought after, in great demand,PMag.Par.
1.3086,3114.2 c. inf., seek to do, ἐκμαθεῖν τι ζ. Hdt.3.137, A.Pr. 776;μεταλαβεῖν Ar.Pl. 370
. cf. Pl.Prt. 322b, Men. 90e, SIG372.7 (Samothrace, iii B.C.): c. [tense] fut. inf.,ζητεῖς ἀναπείσειν Ar.Pl. 573
codd. (sed leg. - πείθειν): c. acc. et inf., seek or desire that, Pl.R. 443b, Chrm. 172c.III have to seek, feel the want of,ἵνα μὴ ζητέοιεν σιτία Hdt.1.94
;Νέρωνα Plu.Galb.8
:—[voice] Pass.,ζητούμενος οἷς ἀπέλειπες Epigr.Gr.215.3
([place name] Rhenea). -
4 ἀρχαῖος
A from the beginning or origin:I mostly of things, ancient, ;ἐσθής Hdt.5.88
; codd.; ; χερὸς σῆς πίστιν ἀρχαίαν faith firm for ever, ib. 1632 codd.2 old-fashioned, antiquated, A.Pr. 317 (lyr.), Ar.Nu. 984, D.22.14; of literary style, Demetr.Eloc. 244.3 ancient, former,τὸ ἀ. ῥέεθον Hdt.1.75
;τοῦ ἀ. λόγου Id.7.160
;οὐ γὰρ δὴ τό γ' ἀ. δέμας S.OC 110
; οἱ ἀ., opp. οἱ ὕστερον, Th.2.16;ἀ. φύσις A.Ch. 281
, Hp. Art.53, Pl.Smp. 193c, etc.;φύσις καὶ κατάστασις ἀ. Democr.278
; coupled withπαλαιός, παλαιὸν δῶρον ἀρχαίου θηρός S.Tr. 555
, cf. Lys. 6.51, D.l.c.II of persons,Θέμιν.. ἀρχαίαν ἄλοχον Διός Pi.Fr.6.5
; ἀ. θεαί, of the Erinyes, A.Eu. 728; ; οἱ ἀ. the Ancients, name given by Arist. to the pre-Socratics, Metaph. 1069a25, GC 314a6; in Lit. Crit., ancient, classical writers, Demetr. Eloc.15,67; in Plot., the philosophers down to Aristotle, 5.1.9; in NT, the Fathers, Ev.Matt.5.21, al.2 ancient, old, βαλὴν ἀ., of Darius, A.Pers. 657 (lyr.); ;ἑταῖρος X.Mem.2.8.1
; οἱ ἀ. κύριοι the original owners, BGU 992 ii 6 (ii B. C.); τὰς ἀ. πόλεις (banished from) their original cities, Polystr.p.22 W.; ἀ. μαθητής an original disciple, Act.Ap.21.16;ἀ. μύστης Inscr.Magn.215
b; παιδαγωγὸς ἀ., i.e of old, formerly, E.El. 287, cf. 853.III neut. as Adv., τὸ ἀρχαῖον, [dialect] Ion. [var] contr. τὠρχαῖον, anciently, Hdt.1.56, 173, al., [dialect] Att.;ἀπὸ τοῦ ἀ. Hdt.4.117
;ἐξ ἀρχαίων D.S.1.14
.2 regul. Adv. ἀρχαίως in olden style,καινὰ ἀ. λέγειν Pl.Phdr. 267b
, cf. Isoc.4.8, D.9.48;ἀ. καὶ σεμνῶς Aeschin.1.183
.IV irreg. [comp] Comp.ἀρχαιέστερος Pi.Fr.45
(on ἀρχέστατος v. h. v.); usual [comp] Comp. : [comp] Sup.- ότατος Hdt.1.105
, etc.V as Subst., τὸ ἀρχαῖον, of money, prime cost,πλέον τοῦ ἀ. X.Vect.3.2
; principal, mostly in pl., Ar.Nu. 1156, etc.;τἀρχαῖα ἀποδιδόναι D.34.26
, etc.; τῶν ἀρχαίων ἀπέστησαν lost their capital, Id.1.15: opp. ἔργον, Id.27.10; opp. πρόσοδοι, Is.6.38.2 ἀρχαίη, ἡ, = ἀρχή, Eust.475.1, etc.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀρχαῖος
-
5 βωλήτης
Grammatical information: m.Meaning: `fungus, esp. champignon' (Ath.)Other forms: also βωλίτης (Gp., Gal.), also `root' of the lychnis.Origin: LW [a loanword which is (probably) not of Pre-Greek origin]X [probably] Lat.Etymology: From Lat. bōlētus (Sen.), which was called after the Spanish town Boletum (Niedermann IFAnz. 29, 31f.); but s. W.-Hofmann s. v. Doubtful Machek Lingua posnaniensis 2, 48: βωλήτης from the same source as Slav. bъdla `champignon'. (Not better Vasmer Russ. et. Wb. 1, 93.) - βωλίτης after the derivatives in - ίτης; its meaning `root' through influence of βῶλος. It was introduced in Latin (Plin.); Redard - της 70.Page in Frisk: 1,278-279Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > βωλήτης
См. также в других словарях:
πινάκια — πινάκιον small tablet neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βιβλίο — Σύνολο φύλλων χαρτιού, περγαμηνής ή άλλου υλικού, τυπωμένων ή χειρόγραφων, δεμένων μαζί ώστε να αποτελούν έναν τόμο, προορισμένο για κυκλοφορία. Η ιστορία του β. καλύπτει μια περίοδο πάνω από 5.000 ετών και είναι κατά μεγάλο μέρος ιστορία του… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Γλώσσα — ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ Η ελληνική γλώσσα είναι μια από τις αρχαιότερες γλώσσες στον κόσμο και οπωσδήποτε η παλαιότερη ζωντανή γλώσσα στην Ευρώπη. Σε αντίθεση με άλλες αρχαίες γλώσσες που χάθηκαν μαζί με τους λαούς που τις μιλούσαν, όπως η… … Dictionary of Greek
Μουσείο Αρχαίας Κυπριακής Τέχνης (Αθηνών) — Το μοναδικό μουσείο αρχαίας κυπριακής τέχνης στην Ελλάδα εγκαινιάστηκε τον Φεβρουάριο του 2001 σε τέσσερις αίθουσες του ισογείου του Πολιτιστικού Κέντρου Αθηναΐς, στον Βοτανικό Αθηνών. Η Αθηναΐδα, το παλιό εργοστάσιο κατασκευής μεταξιού,… … Dictionary of Greek
Μουσείο, Αρχαιολογικό Μυκόνου — Το Αρχαιολογικό Μουσείο της Mυκόνου είναι ένα από τα παλαιότερα της Eλλάδας. Xτίστηκε αρχικά, σε λιτό νεοκλασικό σχέδιο, το 1905, για να στεγάσει τα σημαντικά ευρήματα από τη γειτονική Pήνεια. Tη σημερινή κυκλαδίτικη μορφή του απέκτησε μετά τις… … Dictionary of Greek
νεολιθική εποχή — Η περίοδος της προϊστορίας από το 7000 π.Χ. έως περίπου το 2000 π.Χ., κατά τη διάρκεια της οποίας ο άνθρωπος, περνώντας από το θηρευτικό στο γεωργικό στάδιο, θεμελίωσε αργά και μεθοδικά τον πολιτικό του βίο πάνω στη νέα παραγωγική οικονομία και… … Dictionary of Greek
Pinakates — (Greek: Πινακάτες) is a Greek mountain village located 25 km east of Volos in the Magnesia prefecture. Pinakates belongs since 2001 to the municipality of Milies. ubdivisions*Agios AthanasiosNearest places*Agios Georgios Nileias *Vyzitsa *Milies… … Wikipedia
КИАМЫ — • Κύαμοι, бобы, употреблялись в Афинах при выборах в должности посредством жребиев. При этих выборах обыкновенно ставились две урны: в одну опускались таблички (πινάκια) с именами кандидатов; чье имя и известного цвета боб… … Реальный словарь классических древностей
αρίθμηση — Η παράσταση των φυσικών αριθμών (δηλαδή των θετικών ακεραίων) με ένα κατάλληλο σύστημα, το οποίο να χρειάζεται έναν περιορισμένο αριθμό συμβόλων. Συνεπώς το πρόβλημα της α. μπορεί να τεθεί ως εξής: «να παρασταθεί ένας οποιοσδήποτε φυσικός αριθμός … Dictionary of Greek
βιβλιοφιλία — Η αγάπη για το βιβλίο· λέξη που χρησιμοποιήθηκε για πρώτη φορά προς το τέλος του Μεσαίωνα, στην περίοδο δηλαδή της ακμής των κλασικών σπουδών. Ο Ρίτσαρντ ντε Μπέρι, Άγγλος βιβλιόφιλος που έζησε τον 14o αι. και πρόδρομος του ουμανισμού, ονόμασε… … Dictionary of Greek
κανονίς — κανονίς, ίδος, ἡ (Α) 1. μικρός χάρακας 2. σανίδα πάνω στην οποία τοποθετούσαν κατά σειρά τα πινάκια τών ηλιαστών που έβγαιναν από την κληρωτίδα 3. στον πληθ. αἱ κανονίδες οι εγκάρσιες ράβδοι που χρησιμοποιούνταν για τον ευθειασμό τών μηχανών.… … Dictionary of Greek