Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

πηνίζομαι

См. также в других словарях:

  • πηνίζομαι — και δωρ. τ. πανίσδομαι και μτγν ενεργ τ. πηνίζω Α [πήνη] 1. τυλίγω νήμα από το κουβάρι στο πηνίο, στο μασούρι τής σαΐτας, μασουρίζω 2. ξετυλίγω («οὔτε τις ἐν ταλάρῳ πανίσδεται ἔργα τοιαῡτα», Θεόκρ.) …   Dictionary of Greek

  • πηνιζόμενον — πηνίζομαι wind thread off a reel for the woof pres part mp masc acc sg πηνίζομαι wind thread off a reel for the woof pres part mp neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πηνιεῖται — πηνίζομαι wind thread off a reel for the woof fut ind mp 3rd sg (attic epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πηνίζεται — πηνίζομαι wind thread off a reel for the woof pres ind mp 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πηνίσασθαι — πηνίζομαι wind thread off a reel for the woof aor inf mp …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αναπηνίζω — (Α ἀναπηνίζομαι) (για νήμα) ξετυλίγω νήμα και, κυρίως, τραβώ την κλωστή τού μεταξοσκώληκα νεοελλ. 1. ξετυλίγω τη μεταξωτή κλωστή από το κουκούλι τού μεταξοσκώληκα και τήν τυλίγω σε μασούρι, μπομπίνα ή ανέμη 2. ξετυλίγω νήμα από μασούρι ή κούκλα… …   Dictionary of Greek

  • πήνισμα — τὸ, Α [πηνίζομαι] 1. το νήμα που είναι περιτυλιγμένο στο μασούρι, το υφάδι 2. ύφασμα («ἱστότονα πηνίσματα», Αριστοφ.) …   Dictionary of Greek

  • πανίσδομαι — Α (δωρ. τ.) βλ. πηνίζομαι …   Dictionary of Greek

  • πηνώμαι — άομαι, Α [πήνη] πηνίζομαι* …   Dictionary of Greek

  • πανίσδεται — πᾱνίσδεται , πηνίζομαι wind thread off a reel for the woof pres ind mp 3rd sg (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παρπανισοῖο — παρπᾱνισοῖο , παρά πηνίζομαι wind thread off a reel for the woof fut opt mp 2nd sg (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»