-
1 αναπηνιζομαι
-
2 ἀναπηνίζομαι
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀναπηνίζομαι
-
3 ἀναπηνίζομαι
ἀνα-πηνίζομαι, aufhaspeln, vom Gespinnst des Seidenwurmes -
4 αναπηνιζόμεναι
-
5 ἀναπηνιζόμεναι
-
6 αναπηνίζονται
-
7 ἀναπηνίζονται
См. также в других словарях:
ἀναπηνιζόμεναι — ἀναπηνίζομαι unwind pres part mp fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀναπηνίζονται — ἀναπηνίζομαι unwind pres ind mp 3rd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αναπηνίζω — (Α ἀναπηνίζομαι) (για νήμα) ξετυλίγω νήμα και, κυρίως, τραβώ την κλωστή τού μεταξοσκώληκα νεοελλ. 1. ξετυλίγω τη μεταξωτή κλωστή από το κουκούλι τού μεταξοσκώληκα και τήν τυλίγω σε μασούρι, μπομπίνα ή ανέμη 2. ξετυλίγω νήμα από μασούρι ή κούκλα… … Dictionary of Greek