-
1 πανισδομαι
-
2 πανίσδομαι
πανίσδομαι, dor. = πηνίζομαι, Theocr.
-
3 πανίσδομαι
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πανίσδομαι
-
4 πηνιζομαι
-
5 πηνίζομαι
A wind thread off a reel for the woof, Philyll.33, prob. in BGU1141.34 (i B. C.): generally, wind off a reel,ἐκ ταλάρω π. ἔργα Theoc.18.32
:—later in [voice] Act., Orib.Fr.137.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πηνίζομαι
См. также в других словарях:
πανίσδομαι — Α (δωρ. τ.) βλ. πηνίζομαι … Dictionary of Greek
πηνίζομαι — και δωρ. τ. πανίσδομαι και μτγν ενεργ τ. πηνίζω Α [πήνη] 1. τυλίγω νήμα από το κουβάρι στο πηνίο, στο μασούρι τής σαΐτας, μασουρίζω 2. ξετυλίγω («οὔτε τις ἐν ταλάρῳ πανίσδεται ἔργα τοιαῡτα», Θεόκρ.) … Dictionary of Greek