Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

ἐκπηνίζομαι

См. также в других словарях:

  • εκπηνίζομαι — ἐκπηνίζομαι (Α) 1. κλώθω, βγάζω μακριά κλωστή 2. αναγκάζω κάποιον να βγάλει όσα έφαγε, να κάνει εμετό 3. (για συνήγορο) αποσπώ με τεχνάσματα …   Dictionary of Greek

  • ἐκπηνιεῖται — ἐκπηνίζομαι spin a long thread fut ind mp 3rd sg (attic epic) ἐκπηνίζομαι spin a long thread fut ind mp 3rd sg (attic epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐκπηνίζονται — ἐκπηνίζομαι spin a long thread pres ind mp 3rd pl ἐκπηνίζομαι spin a long thread pres ind mp 3rd pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»