Перевод: со всех языков на русский

с русского на все языки

πηδώ

  • 1 πηδώ

    πηδάω (αόρ. (ε)πήδησα, (ε)πήδηξα) 1. αμετ.
    1) прыгать;

    πηδώ επί κοντώ — прыгать с шестом;

    πηδώ απ' τη χαρά μου — прыгать от радости;

    2) скакать, подскакивать, подпрыгивать;
    3) вскакивать; соскакивать, спрыгивать;

    πηδώ στο άλογο — вскакивать на коня;

    πηδώ από το κρεβάτι — соскакивать с кровати;

    καθώς τ' άκουσε πήδησε από την καρέκλα как только он услышал это, вскочил со стула;
    4) перен. перескакивать;

    πηδ από το ένα θέμα στο άλλο — перескакивать с одной темы на другую;

    2. μετ.
    1) прям., перен. перескакивать, перепрыгивать (через что-л.);

    πηδώ δυό σελίδες — перескакивать через две страницы;

    2) спец. покрывать (о животных);

    § όποιος πηδάει πολλά παλούκια θα μπει και κανένα στον πισινό του — посл, не шути с огнём — обожжёшься

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > πηδώ

  • 2 πηδώ

    [пндо] р. прыгать, скакать, подпрыгивать, перепрыгивать,

    Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > πηδώ

  • 3 πηδώ

    [пндо] ρ прыгать, скакать, подпрыгивать, перепрыгивать.

    Эллино-русский словарь > πηδώ

  • 4 αναρριπτεω

        (только praes. и impf.) и ἀνα-ρρίπτω
        1) бросать вверх, подбрасывать
        

    (τὸν δίσκον εἰς τὸ ἄνω Luc.; τὸν κύβον Plut., Luc.)

        ἀννερρίφθω κύβος Plut. (лат. jacta esto alea) — да будет брошен жребий

        2) выбрасывать, извергать
        

    (μύδρους Arst.)

        ἥ κρήνη ἀναρρίπτει ὕδωρ Arst.вода из источника бьет ключом

        3) вздымать
        

    (κόνιν Arst.)

        ἀ. ἅλα (πηδῷ) Hom.грести изо всех сил

        4) отваживаться, решаться
        

    ἀ. κίνδυνον Her., Thuc. — идти на опасность, рисковать собой;

        ἐς ἅπαν τὸ ὑπάρχον ἀ. Thuc. — поставить на карту все;
        κίνδυνον ἀναρρῖψαι περί и ὑπέρ τινος Plut. — идти на риск, рисковать чем-л.;
        ἀ. μάχην Plut. — отважиться, решиться на сражение

    Древнегреческо-русский словарь > αναρριπτεω

  • 5 εμπόδιο(ν)

    τό
    1) прям., перен. препятствие, помеха, барьер; преграда; затруднение, трудность;

    δρόμος μετ' εμπόδίων — бег (или скачки) с препятствиями;

    πηδώ το εμπόδιο(ν) — взять барьер;

    στέκομαι το εμπόδιο(ν) σε... — мешать, препятствовать чему-л.;

    παρεμβάλλω εμπόδία — ставить преграды;

    δημιουργώ εμπόδία — чинить препятствия;

    υπερνικώ κάθε εμπόδιο(ν) — преодолеть любое препятствие;

    ευρίσκομαι προ ανυπέρβλητων εμπόδίων — или βρίσκομαι μπρος σε αξεπέραστα εμπόδία — оказаться перед непреодолимыми препятствиями;

    απομακρύνω τα εμπόδία — устранять помехи;

    2) воен, препятствие;

    φυσικόν (τεχνητόν) εμπόδιο(ν) — естественное (искусственное) препятствие;

    § κάθε εμπόδιο(ν) γιά καλό — посл. нет худа без добр!

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > εμπόδιο(ν)

  • 6 εμπόδιο(ν)

    τό
    1) прям., перен. препятствие, помеха, барьер; преграда; затруднение, трудность;

    δρόμος μετ' εμπόδίων — бег (или скачки) с препятствиями;

    πηδώ το εμπόδιο(ν) — взять барьер;

    στέκομαι το εμπόδιο(ν) σε... — мешать, препятствовать чему-л.;

    παρεμβάλλω εμπόδία — ставить преграды;

    δημιουργώ εμπόδία — чинить препятствия;

    υπερνικώ κάθε εμπόδιο(ν) — преодолеть любое препятствие;

    ευρίσκομαι προ ανυπέρβλητων εμπόδίων — или βρίσκομαι μπρος σε αξεπέραστα εμπόδία — оказаться перед непреодолимыми препятствиями;

    απομακρύνω τα εμπόδία — устранять помехи;

    2) воен, препятствие;

    φυσικόν (τεχνητόν) εμπόδιο(ν) — естественное (искусственное) препятствие;

    § κάθε εμπόδιο(ν) γιά καλό — посл. нет худа без добр!

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > εμπόδιο(ν)

См. также в других словарях:

  • πηδώ — πηδῶ, άω, ΝΜΑ, και δωρ. τ. παδώ Α 1. τινάζομαι ψηλά, μετακινούμαι με άλμα από ένα σημείο σε άλλο (α. «πηδάνε, παίζουν και γλεντάν», δημ. τραγούδι β. «υψόσε ποσσὶν ἐπήδα», Ομ. Ιλ.) 2. περνώ με άλμα πάνω από κάτι (α. «πήδησα το χαντάκι» β.… …   Dictionary of Greek

  • πηδώ — και πηδάω πήδησα και πήδηξα, πηδήθηκα και πηδήχτηκα, πηδημένος και πηδηγμένος 1. κάνω πήδημα, τινάζομαι: Πήδηξε έξω από τον αυλόγυρο κι έφυγε γρήγορα. 2. αλλάζω αντικείμενο συζήτησης, σκέψης, λόγου: Πηδά από το ένα στο άλλο κι είναι αδύνατο να… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • πηδώ — πηδάω / πηδώ 1 πήδηξα βλ. πίν. 66 2 πήδησα βλ. πίν. 58 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • πηδῶ — πηδάω leap pres imperat mp 2nd sg πηδάω leap pres subj act 1st sg (attic epic ionic) πηδάω leap pres ind act 1st sg (attic epic ionic) πηδάω leap pres subj act 1st sg (attic epic doric ionic) πηδάω leap pres ind act 1st sg (attic epic doric… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πηδῷ — πηδάω leap pres opt act 3rd sg πηδόν blade of an oar neut dat sg πηδός masc dat sg πηδός neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • επιπηδώ — ἐπιπηδῶ, άω (AM) πηδώ πάνω σε κάποιον, εφορμώ («ἐπιρρύξας ἀγρίως αὐτοῑς ἐπιπηδᾷς», Αριστοφ.) μσν. πηδώ, χοροπηδώ αρχ. 1. μτφ. πηδώ πάνω ή πέρα από κάτι («ἐπιπηδᾱν τῷ λόγῳ», Πλούτ.) 2. πηδώ κατεπάνω («ἐπιπηδᾱν ἐπὶ τὴν τιμωρίαν», Ιώσ.) 3. (για αρσ …   Dictionary of Greek

  • επιθρώσκω — ἐπιθρῲσκω (Α) 1. πηδώ επάνω, ανεβαίνω κάπου με πήδημα («νηὸς ἐπιθρῲσκων», Ομ. Ιλ.). 2. πηδώ πάνω σε κάτι δείχνοντας έλλειψη σεβασμού («τύμβῳ ἐπιθρῴσκων Μενελάου», Ομ. Ιλ.) 3. (για άλογο) υπερπηδώ, πηδώ πάνω από μια έκταση 4. (για βράχο) προεξέχω… …   Dictionary of Greek

  • αναπηδώ — ( άω) (Α ἀναπηδῶ και ποιητ. ἀμπηδῶ) 1. πηδώ προς τα επάνω 2. τινάζομαι προς τα επάνω από έκπληξη ή φόβο, ανασκιρτώ, πετιέμαι 3. (για υγρά) αναβλύζω, εξακοντίζομαι μσν. (για φήμη) ακούγομαι έξαφνα αρχ. πηδώ προς τα πίσω. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνα * + πηδῶ …   Dictionary of Greek

  • ενάλλομαι — ἐνάλλομαι (AM) μσν. (απολ.) βρίζω αρχ. 1. πηδώ μέσα ή πάνω σε κάτι («τύπτειν ὅπου ἄν βουλώμεθα καὶ ἐναλλομένους ἀνατρέπειν», Ξεν.) 2. εφορμώ εναντίον κάποιου, κάνω έφοδο 3. (απολ.) πηδώ ολόγυρα, πηδώ ακόλαστα μέσα σε κάτι, σκιρτώ, χορεύω …   Dictionary of Greek

  • εφάλλομαι — ἐφάλλομαι (ΑΜ) μσν. (για τον Λάζαρο που εγέρθηκε από τόν τάφο) σηκώνομαι με ορμή, τινάζομαι πάνω αρχ. 1. πηδώ επάνω σε κάποιον, εφορμώ, επιτίθεμαι («Ἀστεροπαίῳ ἐπᾱλτο», Ομ. Ιλ.) 2. (με δοτ. οργαν.) προσβάλλω, πλήττω κάποιον με κάτι («ἐπάλμενος… …   Dictionary of Greek

  • θρώσκω — θρῴσκω και θρώσκω (Α) 1. πηδώ 2. (για βέλη) πετώ 3. (για κουκιά ή ρεβίθια κατά το λίχνισμα) πηδώ επάνω, αναπηδώ 4. κινούμαι ξαφνικά εναντίον κάποιου, προσβάλλω, εφορμώ 5. (για νόσο) προσβάλλω 6. τρέχω, ορμώ, σπεύδω 7. οχεύω 8. (η μτχ. αρσ. ως… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»