Перевод: со всех языков на русский

с русского на все языки

πηδ

  • 1 πηδώ

    πηδάω (αόρ. (ε)πήδησα, (ε)πήδηξα) 1. αμετ.
    1) прыгать;

    πηδώ επί κοντώ — прыгать с шестом;

    πηδώ απ' τη χαρά μου — прыгать от радости;

    2) скакать, подскакивать, подпрыгивать;
    3) вскакивать; соскакивать, спрыгивать;

    πηδώ στο άλογο — вскакивать на коня;

    πηδώ από το κρεβάτι — соскакивать с кровати;

    καθώς τ' άκουσε πήδησε από την καρέκλα как только он услышал это, вскочил со стула;
    4) перен. перескакивать;

    πηδ από το ένα θέμα στο άλλο — перескакивать с одной темы на другую;

    2. μετ.
    1) прям., перен. перескакивать, перепрыгивать (через что-л.);

    πηδώ δυό σελίδες — перескакивать через две страницы;

    2) спец. покрывать (о животных);

    § όποιος πηδάει πολλά παλούκια θα μπει και κανένα στον πισινό του — посл, не шути с огнём — обожжёшься

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > πηδώ

См. также в других словарях:

  • Liste griechischer Wortstämme in deutschen Fremdwörtern — Griechische Wortstämme sind im Deutschen überwiegend in Fachausdrücken zu finden, die entweder direkt dem Griechischen entstammen oder Neubildungen sind. Von einer begrenzten Anzahl dieser Wortstämme wurden und werden zahlreiche wissenschaftliche …   Deutsch Wikipedia

  • ξυσμάλιον — ξυσμπάλιον, τὸ (Α) διαβρωτικό έμπλαστρο, βιζικάντι. [ΕΤΥΜΟΛ. < ξύσμα + κατάλ. άλιον, πιθ. μέσω αμάρτυρου *ξυσμάλιος (πρβλ. πηδ άλιον)] …   Dictionary of Greek

  • οίδαξ — οἴδαξ, ακος, ὁ (ΑΜ) άγριο σύκο («τὰ δὲ οὔπω πέπειρα τῶν σύκων ἴδακες παρὰ Λάκωσι καὶ φήληκες παρ Ἀθηναίοις», Πολυδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < οἰδῶ «είμαι πρησμένος, φουσκωμένος» + επίθημα αξ, ακος (πρβλ. πήδ αξ)] …   Dictionary of Greek

  • πηδάλιο — Βιβλίο της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας που περιέχει τους αποστολικούς κανόνες και τους κανόνες των οικουμενικών και των τοπικών Συνόδων, καθώς και τους κανόνες της Συνόδου της Καρχηδόνας και διάφορων πατριαρχών. Όλοι οι κανόνες είναι γραμμένοι σε… …   Dictionary of Greek

  • σπυριδάλιον — τὸ, Α μικρή σπυρίδα, καλαθάκι. [ΕΤΥΜΟΛ. < σπυρίς, ίδος + υποκορ. κατάλ. (αλ)ιον (πρβλ. πηδ άλιον)] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»