-
1 πηδώ
πηδάωleap: pres imperat mp 2nd sgπηδάωleap: pres subj act 1st sg (attic epic ionic)πηδάωleap: pres ind act 1st sg (attic epic ionic)πηδάωleap: pres subj act 1st sg (attic epic doric ionic)πηδάωleap: pres ind act 1st sg (attic epic doric ionic)πηδάωleap: imperf ind mp 2nd sg (homeric ionic)πηδόνblade of an oar: neut gen sg (doric aeolic)πηδόςmasc gen sg (doric aeolic)πηδόςneut gen sg (doric aeolic)——————πηδάωleap: pres opt act 3rd sgπηδόνblade of an oar: neut dat sgπηδόςmasc dat sgπηδόςneut dat sg -
2 πηδώ
πηδάω (αόρ. (ε)πήδησα, (ε)πήδηξα) 1. αμετ.1) прыгать;πηδώ επί κοντώ — прыгать с шестом;
πηδώ απ' τη χαρά μου — прыгать от радости;
2) скакать, подскакивать, подпрыгивать;3) вскакивать; соскакивать, спрыгивать;πηδώ στο άλογο — вскакивать на коня;
πηδώ από το κρεβάτι — соскакивать с кровати;
καθώς τ' άκουσε πήδησε από την καρέκλα как только он услышал это, вскочил со стула;4) перен. перескакивать;από το ένα θέμα στο άλλο — перескакивать с одной темы на другую;2. μετ.1) прям., перен. перескакивать, перепрыгивать (через что-л.);πηδώ δυό σελίδες — перескакивать через две страницы;
2) спец. покрывать (о животных);§ όποιος πηδάει πολλά παλούκια θα μπει και κανένα στον πισινό του — посл, не шути с огнём — обожжёшься
-
3 πηδῶ
Βλ. λ. πηδώ -
4 πηδῷ
Βλ. λ. πηδώ -
5 πηδώ
[пндо] р. прыгать, скакать, подпрыгивать, перепрыгивать,Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > πηδώ
-
6 πηδώ
[пндо] ρ прыгать, скакать, подпрыгивать, перепрыгивать. -
7 πηδώ
1) bondir2) sauter -
8 πηδώ
1) podskakiwać czas.2) przeskoczyć czas.3) skakać czas.4) skoczyć czas. -
9 πηδώ
1) naskočit2) přeskočit3) skákat4) vynechat5) vyskočit -
10 πηδώ
1) jump2) leapΕλληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > πηδώ
-
11 sauter
πηδώ -
12 naskočit
πηδώ -
13 přeskočit
πηδώ -
14 skákat
πηδώ -
15 jump
πηδώ -
16 przeskoczyć
πηδώ -
17 skoczyć
πηδώ -
18 hop
I 1. [hop] past tense, past participle - hopped; verb1) ((of people) to jump on one leg: The children had a competition to see who could hop the farthest; He hopped about in pain when the hammer fell on his foot.) πηδώ στο ένα πόδι2) ((of certain small birds, animals and insects) to jump on both or all legs: The sparrow/frog hopped across the lawn.) (χορο)πηδώ3) (to jump: He hopped (over) the fence and ran away; He hopped out of bed.) πηδώ4) ((with in(to), out (of)) to get into or out of a car etc: The car stopped and the driver told the hikers to hop in; I'll hop out of the car at the next crossroads.) πηδώ,πετάγομαι2. noun1) (a short jump on one leg.) πηδηματάκι στο ένα πόδι2) ((of certain small birds, animals and insects) a short jump on both or all legs: The sparrow crossed the lawn in a series of hops.) πηδηματάκι•- catch someone on the hop
- catch on the hop
- keep someone on the hop
- keep on the hop II [hop] noun(a climbing plant, the bitter fruits of which (hops) are used in brewing beer.) λοφίσκος -
19 прыгать
ρ.δ.1. πηδώ•прыгать с парашютом πηδώ με το αλεξίπτωτο•
прыгать на одной ноге πηδώ με το ένα πόδι.
|| αναπηδώ•мяч -ет το τόπι αναπηδά.
2. μτφ. ανασκιρτώ•-ло сердце ανασκιρτούσε η καρδιά•
прыгать от радости ανασκιρτώ (πηδώ, χορεύω, πετώ) από τη χαρά.
|| πάλλω, τρέμω, παίζω. -
20 прыгать
1. прыгать с \прыгатьом πηδώ με το αλεξίπτωτο 2. прыгать, прыгнуть πηδώ (тж. спорт.)* * *= прыгнутьπηδώ (тж. спорт.)
См. также в других словарях:
πηδώ — πηδῶ, άω, ΝΜΑ, και δωρ. τ. παδώ Α 1. τινάζομαι ψηλά, μετακινούμαι με άλμα από ένα σημείο σε άλλο (α. «πηδάνε, παίζουν και γλεντάν», δημ. τραγούδι β. «υψόσε ποσσὶν ἐπήδα», Ομ. Ιλ.) 2. περνώ με άλμα πάνω από κάτι (α. «πήδησα το χαντάκι» β.… … Dictionary of Greek
πηδώ — και πηδάω πήδησα και πήδηξα, πηδήθηκα και πηδήχτηκα, πηδημένος και πηδηγμένος 1. κάνω πήδημα, τινάζομαι: Πήδηξε έξω από τον αυλόγυρο κι έφυγε γρήγορα. 2. αλλάζω αντικείμενο συζήτησης, σκέψης, λόγου: Πηδά από το ένα στο άλλο κι είναι αδύνατο να… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
πηδώ — πηδάω / πηδώ 1 πήδηξα βλ. πίν. 66 2 πήδησα βλ. πίν. 58 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
πηδῶ — πηδάω leap pres imperat mp 2nd sg πηδάω leap pres subj act 1st sg (attic epic ionic) πηδάω leap pres ind act 1st sg (attic epic ionic) πηδάω leap pres subj act 1st sg (attic epic doric ionic) πηδάω leap pres ind act 1st sg (attic epic doric… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πηδῷ — πηδάω leap pres opt act 3rd sg πηδόν blade of an oar neut dat sg πηδός masc dat sg πηδός neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
επιπηδώ — ἐπιπηδῶ, άω (AM) πηδώ πάνω σε κάποιον, εφορμώ («ἐπιρρύξας ἀγρίως αὐτοῑς ἐπιπηδᾷς», Αριστοφ.) μσν. πηδώ, χοροπηδώ αρχ. 1. μτφ. πηδώ πάνω ή πέρα από κάτι («ἐπιπηδᾱν τῷ λόγῳ», Πλούτ.) 2. πηδώ κατεπάνω («ἐπιπηδᾱν ἐπὶ τὴν τιμωρίαν», Ιώσ.) 3. (για αρσ … Dictionary of Greek
επιθρώσκω — ἐπιθρῲσκω (Α) 1. πηδώ επάνω, ανεβαίνω κάπου με πήδημα («νηὸς ἐπιθρῲσκων», Ομ. Ιλ.). 2. πηδώ πάνω σε κάτι δείχνοντας έλλειψη σεβασμού («τύμβῳ ἐπιθρῴσκων Μενελάου», Ομ. Ιλ.) 3. (για άλογο) υπερπηδώ, πηδώ πάνω από μια έκταση 4. (για βράχο) προεξέχω… … Dictionary of Greek
αναπηδώ — ( άω) (Α ἀναπηδῶ και ποιητ. ἀμπηδῶ) 1. πηδώ προς τα επάνω 2. τινάζομαι προς τα επάνω από έκπληξη ή φόβο, ανασκιρτώ, πετιέμαι 3. (για υγρά) αναβλύζω, εξακοντίζομαι μσν. (για φήμη) ακούγομαι έξαφνα αρχ. πηδώ προς τα πίσω. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνα * + πηδῶ … Dictionary of Greek
ενάλλομαι — ἐνάλλομαι (AM) μσν. (απολ.) βρίζω αρχ. 1. πηδώ μέσα ή πάνω σε κάτι («τύπτειν ὅπου ἄν βουλώμεθα καὶ ἐναλλομένους ἀνατρέπειν», Ξεν.) 2. εφορμώ εναντίον κάποιου, κάνω έφοδο 3. (απολ.) πηδώ ολόγυρα, πηδώ ακόλαστα μέσα σε κάτι, σκιρτώ, χορεύω … Dictionary of Greek
εφάλλομαι — ἐφάλλομαι (ΑΜ) μσν. (για τον Λάζαρο που εγέρθηκε από τόν τάφο) σηκώνομαι με ορμή, τινάζομαι πάνω αρχ. 1. πηδώ επάνω σε κάποιον, εφορμώ, επιτίθεμαι («Ἀστεροπαίῳ ἐπᾱλτο», Ομ. Ιλ.) 2. (με δοτ. οργαν.) προσβάλλω, πλήττω κάποιον με κάτι («ἐπάλμενος… … Dictionary of Greek
θρώσκω — θρῴσκω και θρώσκω (Α) 1. πηδώ 2. (για βέλη) πετώ 3. (για κουκιά ή ρεβίθια κατά το λίχνισμα) πηδώ επάνω, αναπηδώ 4. κινούμαι ξαφνικά εναντίον κάποιου, προσβάλλω, εφορμώ 5. (για νόσο) προσβάλλω 6. τρέχω, ορμώ, σπεύδω 7. οχεύω 8. (η μτχ. αρσ. ως… … Dictionary of Greek