-
1 παρεμβαλλω
1) вставлять, вводить(λόγους ἑτέρους Dem.; τι εἰς τὰ Ἡσιόδου Plut.)
2) воен. располагать, размещать, расставлять(τινὰς ἐπὴ τὸ δεξιὸν κέρας Polyb.)
3) размещаться, располагаться(ἔν τινι πεδίῳ Polyb.)
4) вторгаться, врываться(εἰς Μακεδονίαν Polyb.)
-
2 παρεμβάλλω
(αόρ. παρενέβαλον, παθ. αόρ. παρενεβλήθην) μετ. ставить, вставлять;παρεμβάλλω εμπόδια ( — или προσκόμματα) — ставить преграды, чинить препятствия;
παρεμβάλλομαι — вклиниваться;
παρενεβλήθησαν από τότε πολλά γεγονότα с тех пор произошло много событий -
3 επιπαρεμβαλλω
воен.1) перестраивать(φάλαγγα Polyb.)
2) перестраиватьсяἐξ ἀσπίδος ἐ. Polyb. — заходить (к неприятелю) слева
-
4 εμπόδιο(ν)
τό1) прям., перен. препятствие, помеха, барьер; преграда; затруднение, трудность;δρόμος μετ' εμπόδίων — бег (или скачки) с препятствиями;
πηδώ το εμπόδιο(ν) — взять барьер;
στέκομαι το εμπόδιο(ν) σε... — мешать, препятствовать чему-л.;
παρεμβάλλω εμπόδία — ставить преграды;
δημιουργώ εμπόδία — чинить препятствия;
υπερνικώ κάθε εμπόδιο(ν) — преодолеть любое препятствие;
ευρίσκομαι προ ανυπέρβλητων εμπόδίων — или βρίσκομαι μπρος σε αξεπέραστα εμπόδία — оказаться перед непреодолимыми препятствиями;
απομακρύνω τα εμπόδία — устранять помехи;
2) воен, препятствие;φυσικόν (τεχνητόν) εμπόδιο(ν) — естественное (искусственное) препятствие;
§ κάθε εμπόδιο(ν) γιά καλό — посл. нет худа без добр!
-
5 εμπόδιο(ν)
τό1) прям., перен. препятствие, помеха, барьер; преграда; затруднение, трудность;δρόμος μετ' εμπόδίων — бег (или скачки) с препятствиями;
πηδώ το εμπόδιο(ν) — взять барьер;
στέκομαι το εμπόδιο(ν) σε... — мешать, препятствовать чему-л.;
παρεμβάλλω εμπόδία — ставить преграды;
δημιουργώ εμπόδία — чинить препятствия;
υπερνικώ κάθε εμπόδιο(ν) — преодолеть любое препятствие;
ευρίσκομαι προ ανυπέρβλητων εμπόδίων — или βρίσκομαι μπρος σε αξεπέραστα εμπόδία — оказаться перед непреодолимыми препятствиями;
απομακρύνω τα εμπόδία — устранять помехи;
2) воен, препятствие;φυσικόν (τεχνητόν) εμπόδιο(ν) — естественное (искусственное) препятствие;
§ κάθε εμπόδιο(ν) γιά καλό — посл. нет худа без добр!
-
6 παρεμπίπτω
(αόρ. παρενέπεσα) см. παρεμβάλλομαι (см. παρεμβάλλω) -
7 παρενθέτω
(αόρ. παρενέθεσα, παθ. αόρ. παρενέθηκα и παρενέθην) см. παρεμβάλλω -
8 πρόσκομμα
τό1) препятствие, помеха;απροσπέραστο πρόσκομμα — непреодолимое препятствие;
βάζω ( — или παρεμβάλλω) πρόσκόμματα — чинить препятствия;
2) камень преткновения
См. также в других словарях:
παρεμβάλλω — παρεμβάλλω, παρενέβαλα βλ. πίν. 146 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
παρεμβάλλω — ΝΑ [εμβάλλω] 1. τοποθετώ κοντά ή εισάγω κάτι ανάμεσα σε δύο ή περισσότερα πράγματα, παρενθέτω («παρενέβαλε αποσπάσματα από άλλο κείμενο») 2. μέσ. παρεμβάλλομαι αναμιγνύω τον εαυτό μου σε κάτι, παρεμβαίνω αρχ. 1. στρατ. παρεισάγω στρατεύματα σε… … Dictionary of Greek
παρεμβάλλω — αλα 1. μτβ., προσθέτω κάτι ανάμεσα σε δύο πράγματα: Ο τεχνίτης παρεμβάλλει ανάμεσα στο δάπεδο και στο μηχάνημα ένα στρώμα από φελλό. 2. μτφ., προβάλλω, παρενθέτω: Οι οικοπεδούχοι παρεμβάλλουν κάθε τόσο εμπόδια στις διαπραγματεύσεις. 3. μέσ.,… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
παρεμβάλῃ — παρεμβάλλω put in beside aor subj mp 2nd sg παρεμβάλλω put in beside aor subj act 3rd sg παρεμβά̱λῃ , παρεμβάλλω put in beside aor subj mid 2nd sg (doric) παρεμβά̱λῃ , παρεμβάλλω put in beside aor subj act 3rd sg (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παρεμβαλοῦσι — παρεμβάλλω put in beside aor part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) παρεμβάλλω put in beside fut part act masc/neut dat pl (attic epic doric) παρεμβάλλω put in beside fut ind act 3rd pl (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παρεμβαλοῦσιν — παρεμβάλλω put in beside aor part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) παρεμβάλλω put in beside fut part act masc/neut dat pl (attic epic doric) παρεμβάλλω put in beside fut ind act 3rd pl (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παρεμβεβλημένα — παρεμβάλλω put in beside perf part mp neut nom/voc/acc pl (epic) παρεμβεβλημένᾱ , παρεμβάλλω put in beside perf part mp fem nom/voc/acc dual (epic) παρεμβεβλημένᾱ , παρεμβάλλω put in beside perf part mp fem nom/voc sg (epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παρεμβάλετε — παρεμβάλλω put in beside aor imperat act 2nd pl παρεμβά̱λετε , παρεμβάλλω put in beside aor subj act 2nd pl (epic doric) παρεμβάλλω put in beside aor ind act 2nd pl (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παρεμβάλλῃ — παρεμβάλλω put in beside pres subj mp 2nd sg παρεμβάλλω put in beside pres ind mp 2nd sg παρεμβάλλω put in beside pres subj act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παρεμβαλεῖ — παρεμβάλλω put in beside fut ind mid 2nd sg (attic epic doric ionic) παρεμβάλλω put in beside fut ind act 3rd sg (attic epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παρεμβαλεῖν — παρεμβάλλω put in beside aor inf act (attic epic doric) παρεμβάλλω put in beside fut inf act (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)