Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

πεφροντισμένος

См. также в других словарях:

  • πεφροντισμένος — φροντίζω consider perf part mp masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πεφροντισμένως — Α επίρρ. 1. με φροντίδα, με σύνεση 2. φρ. «πεφροντισμένως ἔχω» δείχνω μεγάλη φροντίδα για κάτι, εξετάζω κάτι με μεγάλη προσοχή. [ΕΤΥΜΟΛ. < μτχ. παθ. παρακμ. πεφροντισμένος τού φροντίζω] …   Dictionary of Greek

  • σαλώος — Α (κατά τον Ησύχ.) «ὁ πεφροντισμένος». [ΕΤΥΜΟΛ. < σάλη* / σάλα «φροντίδα» + κατάλ. ῶος] …   Dictionary of Greek

  • φροντίζω — ΝΜΑ, και αιολ. τ. φροντίσδω Α 1. μεριμνώ, ενδιαφέρομαι, νοιάζομαι για κάποιον ή για κάτι (α. «φροντίζει για την ανατροφή τών παιδιών» β. «θεοὺς εἶναι μὲν, φροντίζειν δὲ οὐδὲν τῶν ἀνθρωπίνων», Πλάτ.) 2. (η μτχ. παθ. παρακμ.) φροντισμένος, η, ο,… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»