Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

πετάλῳ

См. также в других словарях:

  • πετάλῳ — πέταλον leaf neut dat sg πέταλος masc/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πεταλώνω — πεταλώ, όω, ΝΑ [πέταλον] 1. προσαρμόζω πέταλα στα πέλματα τών οπλών τών ζώων, καλιγώνω 2. μτφ. βασανίζω, κακοποιώ …   Dictionary of Greek

  • PELTA — non minus ac Certa, breve scutum, parmabrevius et mobilius. Cetris enim non dissimiles Peltas fuisse Eruditi observant. Claud. Aelianus in Tacticis c. 2. Τούτοις γὰρ πέλτης μικρόν ἐςτι καὶ ἐλαφρὸν ὅπλον. Suidas et Index vocum militar. Πέλτη,… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • πέταλο — το / πέταλον, ΝΜΑ, και πέτηλον Α το έγχρωμο φύλλο τής στεφάνης τού άνθους (α. «τα πέταλά του... να τού ανοίξει την αυγή», Γρυπ. β. «χλοερά... ῥόδεα πέταλα», Ευ ρ.) νεοελλ. μσν. μεταλλικό έλασμα που τοποθετείται κάτω από την οπλή ζώων, ιδίως τών… …   Dictionary of Greek

  • περιπεταλώ — όω, Α καλύπτω επιφάνεια με πλάκες, ιδίως μεταλλικές. [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + πεταλῶ «πεταλώνω»] …   Dictionary of Greek

  • πετάλωση — η /πετάλωσις, ώσεως, ΝΜΑ [πεταλώ] νεοελλ. το πετάλωμα, το καλίγωμα μσν. 1. η εκβλάστηση φύλλων 2. το φύλλωμα αρχ. η κάλυψη με πέταλα, με λεπτά φύλλα μετάλλου …   Dictionary of Greek

  • πετάννυμι — και πεταννύω, ΜΑ 1. απλώνω, ανοίγω, εκτείνω (α. «εἵματα... πέτασαν παρὰ θῑν ἁλός», Ομ. Οδ. β. «ὁ ἄνθρωπος τὰς χεῑρας πετάσας», Πορφ.) 2. θρησκ. υψώνω τα χέρια σε στάση ικεσίας 3. υψώνω το βλέμμα προς τον ουρανό («εἰς τὸν οὐρανὸν πετάσας τὸ ὄμμα… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»