-
1 περι-οργίζομαι
περι-οργίζομαι, sehr zürnen, περιοργισϑείς, Pol. 4, 4, 7.
-
2 περιοργίζομαι
-
3 περιοργιζομαι
-
4 ὀργη 1
ὀργη 1.Grammatical information: f.Meaning: `psychical drive, propensity, character, (strong) emotion, passion, wrath' (h. Cer. 205, Hes. Op.304; on the meaning Marg Charakter 13 f., cf. Diller Gnomon 15, 597).Compounds: As 2. member in ἄν-, δύσ-, εὔ-οργος (Cratin., S.), analog. enlarged in ἀν-, δυσ-, εὑ-όργ-ητος (Hp., Gorg., Th.; cf. ἄνο-ος: ἀνό-ητος a.o.) with - ησία f. (Hp., E.), with transference to the σ-stems e.g. περι-οργής (Th.).Derivatives: ὀργ-ίλος `irascible' (Hp., X., D., Arist.) with - ιλότης f. (Arist., Plu.). -- Besides, prob. as denomin., ὀργάω, rarely w. ἐξ- a.o., mostly pres. `to bristle, swell with nourishing liquids and juice' (of the earth and of fruits), `to bristle with, to be full of lust and desire' (of men), `to desire strongly' (IA.) with derivv.: 1. νέ-οργος `freshened' (γῆ, Thphr.; backformation); 2. ἐξόργησις f. `stong desire' (Herm. in Phdr.); 3. ὀργητύς ὀργή H.; 4. ὀργασμός f. `orgasm' (sch. Hp.), after σπασμός a.o. -- Further from ὀργή in the sense of `wrath': 1. ὀργίζομαι `to be angry', also - ίζω `to make angry', not seldom w. prefix, e.g. συν-, δι-, ἐξ-, παρ-, περι-, (Att.) with παροργ-ισμός m., - ισμα n. `provocation, wrath' (LXX, Ep. Eph.); 2. ὀργαίνω `to make, to be wrathful' (S., E.). -- From ὀργάω (if not from ὀργή or an older root-noun, s.bel.) also ὀργάς, - άδος f. `luxuriously fertile (earth, marsh)' (Att.); on the formation Schwyzer 508, Chantraine Form. 351 a. 356.Origin: IE [Indo-European] [1169] *u̯e\/or(H)ǵ- `swell of juice, strength, anger'Etymology: With ὀργή agrees formally exactly Skt. ūrjā́ f. `nourishment, strength' (on the phonetics Schwyzer 363), which however was enlarged from older ū́rj- `id.' (Wack.-Debrunner II: 2, 260f.); the formal identity of ὀργή and ūrjā́ is therefore secondary. Semantically ūrj(ā́) fits much better to ὀργάω, which preserved the original concrete meaning. The same transference to the psychological area as ὀργή shows OIr. ferc f. `rage' (IE *e). WP. 1, 289 w. lit., Pok. 1169, Mayrhofer 1,116, Dehò Ist. Lomb. 91, 372f.; older lit. also in Bq. The Skt. form seems to require *u̯rHg-, but this has not been definitely solved. -- After Specht KZ 59, 80 "first to ἔρδω"; for semantic influence of ἔργον on ὀργή (S. Ant. 355) and ὀργάς etc. Tovar Emer. 10, 228ff.Page in Frisk: 2,411Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > ὀργη 1
См. также в других словарях:
θυμώνω — (ΑΜ θυμῶ, όω, Μ και θυμώνω) 1. (μτβ.) προκαλώ την οργή κάποιου, κάνω κάποιον να εξοργιστεί, τον εκνευρίζω, επισύρω την οργή του, τον φουρκίζω 2. (αμτβ.) (ενεργ. και μέσ. παθ.) θυμώνω, θυμώνομαι (νεοελλ. μσν.), θυμῶ, θυμοῡμαι (μσν. αρχ.)… … Dictionary of Greek
γίνομαι — (AM γίγνομαι και γίνομαι) 1. δημιουργούμαι, αποκτώ ζωή, υπόσταση 2. (για γεωργικά προϊόντα) παράγομαι 3. συμβαίνω, πραγματοποιούμαι 4. καθίσταμαι, αποβαίνω 5. είμαι, υπάρχω 6. (για αριθμητικά ποσά) προκύπτω, εξάγομαι από πράξεις ή υπολογισμό 7.… … Dictionary of Greek
περιχώομαι — Α οργίζομαι πάρα πολύ, εξοργίζομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + χώομαι «οργίζομαι, αγανακτώ, θυμώνω»] … Dictionary of Greek
έρχομαι — και έρχουμαι (AM ἔρχομαι) 1. κατευθύνομαι ή πλησιάζω σε κάποιον τόπο ή σε κάποιον πρόσωπο (α. «καὶ ἐπὶ πόλιν δυνατωτάτην νῡν ἐρχόμεθα», Θουκ. β. «τον είδα νά ΄ρχεται προς το μέρος μου») 2. επιστρέφω, γυρίζω πίσω (α. «οὔτ΄ Ὀδυσεὺς ἔτι οἶκον… … Dictionary of Greek
ποιώ — (I) ποιῶ, έω, ΝΜΑ, αιολ. τ. πόημι, δωρ. τ. ποιFέω, αττ. τ. ποῶ, Α 1. δημιουργώ, δίνω ύπαρξη σε κάτι (α. «ὁ πάλαι ἐξ οὐδενὸς ποιήσας τὰ σύμπαντα», Μηναί. β. «ἐν ἀρχῇ ἐποίησεν ὁ Θεὸς τὸν οὐρανὸν καὶ τὴν γῆν», ΠΔ γ. «χρύσεον μὲν πρώτιστα γένος… … Dictionary of Greek
ενθυμούμαι — (AM ἐνθυμοῡμαι, έομαι και ἐνθυμίζομαι) έχω ή διατηρώ κάτι στην ψυχή μου, στη σκέψη μου, στη μνήμη μου, σκέπτομαι, σταθμίζω με τον νου, αναλογίζομαι, συλλογίζομαι («καὶ οἱ αὐτοὶ ἤτοι κρίνομέν γε ἤ ἐνθυμούμεθα ὀρθῶς τὰ πράγματα», Θουκ.) νεοελλ. μσν … Dictionary of Greek
σκύλαξ — Ονομαστός γεωγράφος και θαλασσοπόρος από τα Καρύανδα της Καρίας, γι’ αυτό και ονομαζόταν Καρυανδεύς. Κατά τον Ηρόδοτο, ο Δαρείος τον έστειλε (521 485 π.Χ.) να εξερευνήσει τις ασιατικές ακτές, μαζί με άλλους εξερευνητές. Αυτοί αποπειράθηκαν τον… … Dictionary of Greek
χαλεπός — ή, ό / χαλεπός, ή, όν, ΝΜΑ δύσκολος, δυσχερής, αυτός τού οποίου η αντιμετώπιση παρουσιάζει πολλές δυσκολίες (α. «έρχονται χαλεποί καιροί» β. «ἐν ἐσχάταις ἡμέραις ἐνστήσονται καιροὶ χαλεποί», ΚΔ γ. «χαλεπὸν ὁ βίος», Ξεν. δ. «χαλεποὶ δὲ θεοὶ… … Dictionary of Greek