-
1 περιοργισθείς
περϊοργισθείς, περί-ὀργίζωmake angry: aor part pass masc nom /voc sg -
2 περι-οργίζομαι
περι-οργίζομαι, sehr zürnen, περιοργισϑείς, Pol. 4, 4, 7.
-
3 περιοργιζομαι
См. также в других словарях:
περιοργισθείς — περϊοργισθείς , περί ὀργίζω make angry aor part pass masc nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)