Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

περι-μένω

  • 1 περι-μένω

    περι-μένω (s. μένω), auf Einen, der kommen soll od. zurückbleibt, warten, erwarten; τίς με πότμ ος ἔτι περιμένει; Soph. Ant. 1282; ἔνδον κάϑημαι περιμένουσα τουτονί, Ar. Plut. 643; Amphis bei Ath. IV, 175 a; ἀλλήλους, Thuc. 5, 64; καιρούς, Isocr. 4, 118; οὕτω περιμένει τὴν εἰς Ἅιδου πορείαν, Plat. Phaed. 116 a, u. öfter; auch cum part., aushalten, ertragen, οὕτω μακρὰ λέγοντας ὴμᾶς αὐτοὺς περιεμείναμεν, Legg. X, 890 e; Xen. Cyr. 7, 5, 39; Folgde; περιμένει ἕως τούτου, μέχρι ἄν, Pol. 5, 56, 2; περιμένων, ἔςτ' ἄν, Luc. Hermot. 40; auch σώματα οὐ περιμένοντα τὴν ἴασιν, abdic. 28.

    Griechisch-deutsches Handwörterbuch > περι-μένω

  • 2 περιμένω

    περι-μένω, auf einen, der kommen soll od. zurückbleibt, warten, erwarten; cum part., aushalten, ertragen

    Wörterbuch altgriechisch-deutsch > περιμένω

  • 3 περιμενω

        1) ждать, выжидать, пережидать
        περιεμένομεν ἑκαστοτε, ἕως ἀνοιχθείη τὸ δεσμωτήριον Plat. — мы ждали всякий раз, пока не открывалась темница;
        π. ἄχρι ἂν σχολάσῃ Xen. — ждать, пока он не освободится;
        π. ἀποτελεσθῆναι Plat.ждать своего завершения

        2) ожидать, дожидаться
        

    (τινὰ ἡμέρας πλείους ἢ εἴκοσιν Xen.; τέν ἐπαγγελίαν NT.)

        3) терпеливо пережидать, выдерживать, выносить
        4) перен. ждать, быть впереди, предстоять
        

    (τίς με πότμος ἔτι περιμένει; Soph.)

        μέ θύσαντες δεινὰ περιμένει Plat. — тех, кто не совершил жертвоприношений, ожидает тяжелая участь;
        τοῦ καιροῦ μέ περιμένοντος Plut. — когда время не ждало, т.е. когда нехватало времени

    Древнегреческо-русский словарь > περιμενω

  • 4 περιεξεσμένη

    περϊεξεσμένῃ, περί, ἐκ, εἰσ-μένω
    stay: pres subj mp 2nd sg
    περϊεξεσμένῃ, περί, ἐκ, εἰσ-μένω
    stay: pres ind mp 2nd sg
    περϊεξεσμένῃ, περί, ἐκ, εἰσ-μένω
    stay: pres subj act 3rd sg

    Morphologia Graeca > περιεξεσμένη

  • 5 περιεξεσμένῃ

    περϊεξεσμένῃ, περί, ἐκ, εἰσ-μένω
    stay: pres subj mp 2nd sg
    περϊεξεσμένῃ, περί, ἐκ, εἰσ-μένω
    stay: pres ind mp 2nd sg
    περϊεξεσμένῃ, περί, ἐκ, εἰσ-μένω
    stay: pres subj act 3rd sg

    Morphologia Graeca > περιεξεσμένῃ

  • 6 περιεξεσμένον

    περϊεξεσμένον, περί, ἐκ, εἰσ-μένω
    stay: pres part act masc voc sg
    περϊεξεσμένον, περί, ἐκ, εἰσ-μένω
    stay: pres part act neut nom /voc /acc sg

    Morphologia Graeca > περιεξεσμένον

  • 7 идти

    идти
    несов
    1. πηγαίνω, πάω, μεταβαίνω/ βαδίζω (шагать) / ἔρχομαι (от-куда-л.):
    \идти вперед προχωρώ· \идти назад ὁπισθοχωρώ· \идти за чем-л. ἀκολουθώ κάποιον \идти медленно (быстро) βαδίζω ἀργά (γρήγορα)· \идти в ногу συμβαδίζω, δέν μένω πίσω· \идти гуськом πηγαίνω σέ φάλαγγα κατ' ἄνδραν \идти домой πηγαίνω στό σπίτι· \идти из дому ἔρχομαι ἀπό τό σπίτι· \идти пешком πηγαίνω πεζός, πάω μέ τά πόδια· \идти в школу πηγαίνω σχολείο· \идти по дороге πηγαίνω στό δρόμο·
    2. (отправляться) ξεκινώ, φεύγω, ἀναχωρώ:
    поезд идет в два часа дня τό τραίνο φεύγει στίς δύο τό ἀπόγευμα· пароход идет через час τό ἀτμόπλοιον ἀναχωρεί μετά μία ὠρα· \идти гулять πηγαίνω περίπατο·
    3. (приближаться):
    поезд идет τό τραίνο φτάνει· весна идет ἐρχεται ἡ ἄνοιξη·
    4. (пролегать) ὁδηγώ, διέρχομαι, περνώ / ἐκτείνομαι, ἐξαπλοῦμαι, ἐξαπλώνομαι (простираться):
    эта дорога идет к городу αὐτός ὁ δρόμος ὁδηγεί στήν πόλη·
    5. (выходить, выделяться) βγαίνω, τρέχω:
    пар (дым) идет βγαίνει ἀτμός (καπνός)· вода идет из крана τό νερό τρέχει ἀπ' τή βρύση· кровь идет τρέχει αίμα· от цветов идет сильный запах τά λουλούδια ἀναδίνουν δυνατή μυρωδιά·
    6. (об осадках) πέφτω, πίπτω:
    идет снег πέφτει χιόνι, χιονίζει· идет дождь πέφτει βροχή, βρέχει·
    7. (о времени) περνώ:
    дни идут быстро οἱ μέρες περνοῦν γρήγορα· ему́ идет пятый год περπατάει στά πέντε, εἶναι πέντε χρονών
    8. (происходить) γίνομαι, λαμβάνω χώραν, συνεχίζομαι:
    иду́т переговоры γίνονται διαπραγματεύσεις· идут уроки γίνονται μαθήματα·
    9. (поступать) είσέρχομαι, μπαίνω, πηγαίνω:
    \идти на военную слу́жбу μπαίνω στό στρατό· \идти в институ́т μπαίνω στό Ίνστιτοῦτο·
    10. (находить сбыт) πουλιέμαι:
    товар не идет τό ἐμπόρευμα δέν πουλιέται (или δέν Εχει ζήτηση)·
    11. (о механизмах) δουλεύω, πηγαίνω:
    как иду́т ваши часы? πῶς πηγαίνει τό ὠρολόγι σας;·
    12. (употребляться) ἀπαιτοῦμαι, χρειάζομαι:
    на это платье идет шесть метров γι ' αὐτό τό φόρεμα χρειάζονται ἔξι μέτρα ὑφασμα· тряпье идет на изготовление бумаги τά κουρέλια πηγαίνουν διά τήν κατασκευή χαρτιοῦ·
    13. (быть к лицу) πηγαίνω, ταιριάζω, ἀρμόζω (προς):
    шляпа не идет мне τό καπέλλο δέν μοῦ πηγαίνει·
    14. (о спектакле, кино и т. п.) παίζομαι:
    сегодня идет «Пиковая дама» σήμερον παίζεται ἡ «Ντάμα Πίκα»·
    15. (в игре) παίζω, κάνω κίνηση:
    вам \идти ἡ σειρά σας νά παίξετε· \идти с десятки ἀνοίγω μέ τό δεκάρι· \идти пешкой κινώ πιόνι· ◊ \идти на-, перекор ἐνεργώ στό πείσμα, ἀντίθετα· \идти наудачу πηγαίνω στήν τύχη (или στά κουτουροῦ)· \идти вразрез с чем-л. πηγαίνω ἀντίθετα, ἐνεργώ σέ ἀντίθεση μέ...· \идти на риск ριψοκινδυνεύω· \идти ко дну́ πηγαίνω στον πάτο· \идти на врага βαδίζω κατά τοῦ ἐχθροῦ· \идти в гору перен παίρνω τήν ἀνιοῦσαν, προκόβω· \идти и а у́быль ἐλαττώνομαι· \идти на преступление κάνω ἔγκλημα· \идти своей дорогой τραβώ τόν δρόμο μου· \идти на усту́пки κάνω ὑποχωρήσεις· \идти на посадку ἀβ. πάω νά προσγειωθώ· \идти на все κάνω τό πάν \идти на попятный ὑποχωρώ· не \идти в счет δέν μπαίνω στό λογαριασμό· это не идет у меня из головы δέν μοῦ βγαίνει ἀπ' τό μυαλό· о чем речь идет? περί τίνος πρόκειται;, περί τίνος γίνεται λόγος;· как иду́т дела? πώς πἄνε οἱ δουλειές;· дела иду́т хорошо́! οἱ δουλειές πᾶνε καλά!· куда ни шло! разг ἀς εἶναι, ἔστω!· идет! (ладно) ἔχει καλώς!, ἐν τάξει!

    Русско-новогреческий словарь > идти

  • 8 συμ-μίγνῡμι

    συμ-μίγνῡμι, seltener συμμιγνύω, wie συμμιγνύουσιν, συμμιγνύων, Xen. An. 4, 6, 24 (vgl. Krüger zur Stelle) Mem. 3, 14, 5; für συμμίγνυε Plat. Phil. 25 d ist Lesart der bessern mss. συμμίγνυ (vgl. μίγνυμι u. συμμίσγω); vermischen, vereinigen; das activ. oft mit Auslassung des Objects, scheinbar intransitiv, gleichbedeutend mit dem passiv.; H. h. Merc. 83; bes. in Liebe u. von fleischlicher Vermischung im Beischlaf, ϑεοὺς γυναιξί, ϑεὰς ἀνϑρώποις, H. h. Ven. 50. 52 u. 251, wie Her. τῇ πρῶτον συνεμίχϑη, 4, 114; δούλη ἐὰν συμμίξῃ δούλῳ, Plat. Legg. XI, 930 b; περὶ τὸ ξυμμιγῆναι ἀλλήλοις, Conv. 207 b; – von feindlichem Zusammentreffen, Her. 1, 127, oft; τινὶ ἐς μάχην, 4, 127; τῇ ναυμαχίῃ, 1, 166; ξυμμίξαντες ἐναυμάχουν, Thuc. 1, 49, vgl. 2, 84. 8, 42; Xen. Cyr. 3, 3, 18 An. 4, 6, 24 u. sonst; ὁμόσε τοῖς πολεμίοις, Cyr. 7, 1, 26; τοῖς πολεμίοις χεῖρας, 2, 1, 11; – u. allgemein, τύχᾳ νιν συνέμιξε, Pind. P. 9, 72, er ließ ihn das Glück erlangen; βοὰν αὐλῶν ἐπέων τε ϑέσιν συμμῖξαι πρεπόντως, Ol. 3, 9; πῶς κεδνὰ τοῖς κακοῖσι συμμίξω; Aesch. Ag. 634; ἀνοσίοισι συμμιγεὶς ἀνδράσι, Spt. 593, verkehren mit ihnen, Umgang haben; so auch Ar. Eccl. 516; βιάζομαι γάμοισι Πρωτέως παιδὶ συμμῖξαι λέχος, Th. 890; auch Eur., σῶμα φλογμῷ πόσει συμμίξασα, Suppl. 1020; οὐρανὸς συμμεμιγμένος τῇ γῇ, Cycl. 574; συμμίξαντες τὰ στρατό πεδα, Her. 4, 114; κοινόν τι πρῆγμα συμμῖξαί τινι, Jem. eine gemeinschaftliche Angelegenheit mittheilen, 8, 58; ὕδατι συμμίξας καὶ συναρμόσας, Plat. Tim. 74 c; χρυσὸν ἐν τῇ γενέσει συνέμιξεν αὐτοῖς, Rep. III, 415 a; u. pass., ὅταν συμμιγνύηται ἁλμυρᾷ δυνάμει, Tim. 83 c; auch συμμιγνύμενα αὐτά τε πρὸς αὑτὰ καὶ πρὸς ἄλληλα, 57 d; συμμιχϑὲν ἐκ τριῶν, 76 d; οὐδείς, τῷ κακὸν ἐξ ἀρχῆς γενο μένῳ οὐ συνεμίχϑη, Niemand ist, dem nicht von Anfang an ein Unglück beigemischt wäre, Her. 7, 203; mit Jem. zusammenkommen, um mit ihm zu reden u. zu unterhandeln, συμμίξας τοῖσι Σαμίοισι, ἀνέπειϑε, 6, 23; ἄγγελοι συμμίξαντες Γέλωνι, 7, 153; ἐϑέλων συμμῖξαί σφι καὶ πυϑέσϑαι τὰς γνώμας, 8, 67; Eur. Hel. 324; Θεαιτήτῳ αὐτὸς συνέμιξα χϑὲς διὰ λόγων, Plat. Polit. 258 a; ὡς ἀσμένως καὶ οἰκείως ἀλλήλοις συνέμιξαν οἱ πολῖται, Menex. 243 e; auch vom Handelsverkehr u. von Geschäften, ξυμμίξαντι ξυμβόλαια μετρίως, Legg. XII, 958 c; dem πλησιάζειν entsprechend, Xen. Cyr. 8, 1, 46; πρός τινα, 7, 4, 11, Folgde, wie Pol.

    Griechisch-deutsches Handwörterbuch > συμ-μίγνῡμι

  • 9 что

    чего, чему, чем, о чём αντων.
    1. (ερωτηματική)• τι•

    что мне теперь сделать? τι να κάνω τώρα;•

    что случилось? τι συνέβηκε;•

    что вы сказали? τι είπατε;•

    что нового? τι νέα;•

    о чём вы говорите? για τι μιλάτε; (περί τίνος μιλάτε;)• о чём вы думаете? τι σκέπτεστε;•

    что это такое? τι ειν αυτό;•

    ну что? λοιπόν τι;

    2. (αναφ.) αυτό που, αυτό το οποίο• ό,τι•

    я знаю что вы хотите ξέρω, τι θέλετε•

    я знаю, о чём думаете ξέρω, τι σκέπτεστε•

    я вам прочту что вы хотите θα σας διαβάσω ό,τι εσείς θέλετε.

    3. (αναφ.) οποίος, -α, -ο• που•

    книга, что лежит на столе το βιβλίο, που είναι πάνω στο τραπέζι•

    то, что... αυτό, που...• я вижу то, что лежит на столе βλέπω αυτό, που είναι πάνω στο τραπέζι.

    4. γιατί•

    что вы такой грустный? γιατί είστε έτσι θλιμμένος;•

    что вы так долго не спите? γιατί τόση ώρα δεν κοιμάστε;•

    а что? και γιατί;

    5. επίρ. πόσο, τι•

    стоит эта книга? πόσο κοστίζει αυτό το βιβλίο.

    || πόσος, -η, -ο•

    что денег истрачено!πόσα χρήματα ξοδεύτηκαν!•

    что сил истрачено! πόσες δυνάμεις ξοδεύτηκαν! (πάνε χαμένες!).

    || όσος, -η, -ο•

    что было у меня сил όσες δυνάμεις είχα.

    6. κάτι (τι), τίποτε•

    если что знаешь, так скажи αν ξέρεις κάτι τι, πες το•

    что чуть, в случае чего, бегите за мной σε περίπτωση που συμβεί κάτι, τρέξτε σε μένα.

    7. τι•

    что за шум? τι θόρυβος είναι αυτός;•

    что толку; что пользы; что хорошето τι νόημα, τι όφελος, τι το καλό.

    8. ό,τι•

    всего что я знал, рассказал отцу όλα όσα ήξερα,τα είπα στον πατέρα.

    || ο οποίος, -α, -ο•

    старая черешня что посажена дедушкой η παλαιά κερασιά, που την είχε φυτέψει ο παππούς.

    εκφρ.
    а -? – και τι;•
    до чего... – α) εξαιρετικά•
    до чего хорош! – εξαιρετικά καλός (εξαίσιος), β) ως που, σε τι (ποιόν) βαθμό•
    до чего ты меня довл – σε τι βαθμό (κατάσταση) με έφερες ή με κατάντησες!•
    к чему – γιατί, προς τι, για ποιο λόγο ή σκοπό•
    не к чему – δεν έχει κανένα νόημα, δε χρειάζεται, σε τίποτε δεν ωφελεί•
    ни к чему – (ως κατηγ.)• δε χρειάζομαι•
    тебе, мальчик, домой уйти, а здесь ты ни к чему – εσύ, μικρέ, να πας στο σπίτι, εδώ εσύ δε χρειάζεσαι•
    с чего – από τι, από που και ως που, για ποιο λόγο, γιατί, που βασιζόμενος•
    ни за что – σε καμιά περίπτωση, με κανένα λόγο•
    ни за что и ни за что ни про что – τελείως άδικα, άδικα των αδίκων, στα χαμένα, μάταια• (уж) на что τόσο πολύ, σε τέτοιο βαθμό•
    хоть бы что – (ως κατηγ.) είναι τελείως αδιάφορο•
    чего-чего, а... – βρε, τι είν αυτό... что ли (ль) τι, μήπως•
    что бы ни.... – όλο, οποιοδήποτε•
    что бы... – είθε, μακάρι, άμποτε•
    что ты (вы)! – (για θαυμασμό, φόβο) τι λες (λέτε)! (ну) что ж (же) (ενδοτικό) λοιπόν, τι (να γίνει), άλλος δρόμος δεν υπάρχει,παρά να... что (это) за α) τι είν αυτό•
    что это за бумаги – τι χαρτιά είν αυτά. β) τι• (για θαυμασμό, αγανάκτηση κλπ.) что за день сегодня! τι μέρα σήμερα!•
    что за здание! – τι (ωραίο) κτίριο!•
    что говорить – τι να πεις (είναι καλό, σωστό, άμεμπτο)•
    что ни (на) есть – ό,τι υπάρχει και δεν υπάρχει (όλα παντελώς)•
    чем не – και τι δεν έχει για, τι δεν ταιριάζει για... чем он не учный? τι έχει αυτός, που δεν του ταιριάζει για επιστήμονας;•
    во что бы то ни стало – οπωσδήποτε, με οποιοδήποτε μέσο και τρόπο•
    ни во что не ставить ή считать – δεν τον έχω, θεωρώ για τίποτε•
    ни с чем уйти (остаться, вернуть(ся) – φεύγω, μένω, επιστρέφω με αδεινά τα χέρια (άπρακτος).
    ειδ. σύνδ.
    1. ότι, πως•

    я знаю что это правда ξέρω ότι αυτό είναι αλήθεια•

    говорят, что он болен λένε πως αυτός είναι άρρωστος.

    2. ότι, που•

    я счастлив что вас вижу είμαι ευτυχής που σας βλέπω.

    3. όπως, σαν.
    4. χρον. σύνδ. παλ. μόλις, ευθύς, άμα.
    5. σύνδ. διαχωριστικός• τι..., τι...• что в городе, что в деревне что одно и тоже τι στην πόλη, τι στο χωριό что ένα, και το ίδιο.
    6. μόριο (στα λαϊκά τραγούδια)• τι• (στην αρχή του στίχου).
    εκφρ.
    только и..., что – αποκλειστικά, μόνο (ότι).

    Большой русско-греческий словарь > что

См. также в других словарях:

  • περιεξεσμένῃ — περϊεξεσμένῃ , περί , ἐκ , εἰσ μένω stay pres subj mp 2nd sg περϊεξεσμένῃ , περί , ἐκ , εἰσ μένω stay pres ind mp 2nd sg περϊεξεσμένῃ , περί , ἐκ , εἰσ μένω stay pres subj act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • έχω — (I) (ΑΜ ἔχω) 1. κρατώ κάτι στα χέρια μου, είμαι ο κάτοχος (κύριος, ιδιοκτήτης) ενός πράγματος («έχει σπίτια και κτήματα») 2. (για προσωπική κράτηση) κρατώ, φυλάω («τόν έχουν μέσα» ή «τόν έχουν στη φυλακή») 3. (για δήλωση συγγενικού δεσμού ή άλλης …   Dictionary of Greek

  • λείπω — (AM λείπω, Μ και λείβγω) 1. δεν υπάρχω, ελλείπω (α. «από το βιβλίο λείπουν τα πρώτα φύλλα» β. «λείπουσι δὲ [αἱ τρίχες] καὶ ῥέουσι κατὰ τὴν ἡλικίαν αἱ ἐκ τῆς κεφαλῆς καὶ μάλιστα καὶ πρῶται», Αριστοτ. γ. «λείπει μὲν οὐδ ἃ πρόσθεν εἴδομεν τὸ μὴ οὐ… …   Dictionary of Greek

  • περιεξεσμένον — περϊεξεσμένον , περί , ἐκ , εἰσ μένω stay pres part act masc voc sg περϊεξεσμένον , περί , ἐκ , εἰσ μένω stay pres part act neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Liste unregelmäßiger Verben im Neugriechischen — Unregelmäßige Verben im Neugriechischen sind Verben, die entweder hinsichtlich ihrer Stämme oder ihrer Endungen Besonderheiten aufweisen und nicht nach den üblichen Konjugationsregeln der neugriechischen Verben flektiert werden.… …   Deutsch Wikipedia

  • Unregelmäßige Verben des Neugriechischen — Unregelmäßige Verben im Neugriechischen sind Verben, die entweder hinsichtlich ihrer Stämme oder ihrer Endungen Besonderheiten aufweisen und nicht nach den üblichen Konjugationsregeln der neugriechischen Verben flektiert werden.… …   Deutsch Wikipedia

  • Unregelmäßige Verben im Neugriechischen — sind Verben, die entweder hinsichtlich ihrer Stämme oder ihrer Endungen Besonderheiten aufweisen und nicht nach den üblichen Konjugationsregeln der neugriechischen Verben flektiert werden. Inhaltsverzeichnis 1 Vorbemerkungen und Statistik 2… …   Deutsch Wikipedia

  • Unregelmäßige neugriechische Verben — Unregelmäßige Verben im Neugriechischen sind Verben, die entweder hinsichtlich ihrer Stämme oder ihrer Endungen Besonderheiten aufweisen und nicht nach den üblichen Konjugationsregeln der neugriechischen Verben flektiert werden.… …   Deutsch Wikipedia

  • ενδιατρίβω — (AM ἐνδιατρίβω) 1. μένω κάπου για ένα χρονικό διάστημα («Ἀννίβας... ἐνδιέτριβε τῇ παρὰ τὸν Ἀδρίαν χώρᾳ», Πολ.) 2. (για λόγο) επιμένω στις λεπτομέρειες («διό μᾱλλον ἄν τις ἐνδιατρίψειε περί αὐτῶν», Αριστοτ.) 3. ασχολούμαι με κάτι, επιμένω,… …   Dictionary of Greek

  • περίειμι — (I) ΜΑ επιζώ, βρίσκομαι ακόμη στη ζωή (α. «αἱρέεται αὐτὸς περιεῑναι» προτιμά να επιζήσει αυτός, Ηρόδ. β. «ὑπόμνησιν τῶν περιόντων καὶ τῶν κεκοιμημένων», Κωνστ.) αρχ. 1. βρίσκομαι γύρω από κάτι («χωρίον ᾧ κύκλῳ τειχίον περιῆν», Θουκ.) 2. υπερέχω,… …   Dictionary of Greek

  • φυλάσσω — ΝΜΑ, και φυλάγω και φυλάω και διαλ. τ. φλά(γ)ω Ν, και αττ. τ. φυλαττω Α [φύλαξ, ακος] 1. φρουρώ (α. «τόν φύλαγαν πέντε σωματοφύλακες» β. «αὕτη φραγμὸς ἡ ἀρετὴ... ἀσύλητα φυλάττουσα τῆς ψυχῆς τὰ κειμήλια», Νείλ. γ. «πρὸς γὰρ τῇ ἐπάλξει τὴν ἡμέραν… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»